1821-2021 | Μας διδάσκουν οι μνήμες της ιστορίας μας!

Του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη

Μια αληθινή ιστορία στη Γορτυνία την περίοδο της Τουρκοκρατίας



1821-2021! Μας διδάσκουν οι μνήμες της ιστορίας μας!  

Είμαστε λίγα χρόνια πριν την επανάσταση όλα τα σκιάζει η φοβέρα, τα πλακώνει η σκλαβιά. «…Απρίλιος του 1779 το κακό μαντάτο σκαρφάλωσε στα άγρια βουνά της Αρκαδίας, κατέβηκε χαράδρες, μπήκε στα σπίτια. Οι Τουρκαλβανοί δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στα χωριά της Γορτυνίας. Τότε φοβισμένοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών κατάφυγαν στα μοναστήρια που αφθονούσαν στην περιοχή. Μια μεγάλη ομάδα  κατέφυγε στο μοναστήρι του Προδρόμου. Κι’ άλλη φορά σε δύσκολη περίσταση τους, ο Άη- Γιάννης του είχε ανοίξει το σπίτι του και τους είχε σώσει. Σωστή αετοφωλιά καταμεσής στα ψηλά κακοτράχαλα βράχια. Το μοναστήρι ήταν μια ασφάλεια. Σαν μπήκαν μέσα όλοι κλείσανε βαριά πίσω τους την πόρτα (η ίδια πόρτα υπάρχει ακόμη!). Έβαλαν δοκούς και αγκωνάρια. Αμίλητοι, κατατρομαγμένοι, φαρμακωμένοι, καρτέραγαν να αναμετρηθούν με τον Θάνατο. Και να σε λίγο αντιβούιξε ο τόπος για τον ερχομό των αλβανών. Ο αντίλαλος της ρεματιάς του έκανε να φαίνονται λεφούσι. Ασφάλισαν τις γυναίκες, τα παιδιά όσο καλλίτερα μπορούσαν και οι έλληνες αγωνιστές γέμισαν τα καριοφίλια και τους κουμπούρες τους. Πήραν κοντά τους μπαρουτόμπολα και περίμεναν. Έζησε η αρβανίτικη μυρμηγκιά το μοναστήρι, τους ξάφνιασε όμως η απόλυτη σιωπή. Κοιτάχτηκαν με απορία και λυσσασμένοι όρμησαν στην βαριά πόρτα. Του κάκου όμως. Η πόρτα έστεκε άσειστη. Επιχειρούν δεύτερο και τρίτο γιουρούσι. Η πόρτα άντεχε! «Μην είναι αλλού κρυμμένοι οι άπιστοι;» Έλεγαν και ξανάλεγαν με κατάρες και βρισιές. Δεν φεύγουν αν δεν βάψουν το γιαταγάνι τους στο αίμα των γκιαούρηδων. Και εκείνοι την πιο κρίσιμη στιγμή πού ούτε η ανάσα τους δεν ακουγόταν άρχισε να κλαψουρίζει ένα βρέφος, και η δύστυχη η μάνα όσο αγωνιζόταν να το σταματήσει, τόσο εκείνο έκλαιγε πιο δυνατά. Πέσαν όλοι επάνω της. Θόλωσε το μυαλό της, άρχισε και αυτή να κλαίει. Μα η ώρα δεν ήταν για λύπηση. Ή όλοι έπρεπε να χαθούν ή το βρέφος. Κάποιο χέρι το άρπαξε και το έριξε κάτω από το ανοιχτό παράθυρο στον γκρεμό του Λούσιου. Ήταν όμως αργά. Το κλάμα τους είχε προδώσει! Και αμέσως με φωνές και άγρια ουρλιαχτά, άρχισε σφοδρή επίθεση. Χτυπούσαν απ’ έξω οι Τούρκοι, τους θέριζαν από μέσα οι Έλληνες. Ώσπου τελείωσαν τα βόλια των Ελλήνων. Ούτε ένα! Τρέξανε τότε οι αγωνιστές να κρατήσουν με τα κορμιά τους την ετοιμόρροπη πόρτα του μοναστηριού. Άγιε μου Γιάννη κάνε το θαύμα σου και έξαφνα κάποιος τον έσπρωξε σε αυτήν την αποκοτιά. Αστραπιαία αρπάζει ένα μεταλλικό κουμπί το βάζει στην κάνι του τουφεκιού του και ρίχνει την ώρα που ο εχθρός, ο αρχηγός βρισκόταν στο άνοιγμα της πεσμένης πόρτας. Το βόλι, το παράδοξο αυτό βόλι τον βρίσκει στο μέτωπο και τον αφήνει νεκρό. Μέγας είσαι Κύριε! Σαστίζουν όλοι οι Τούρκοι! Φοβούνται, πανικοβάλλονται και τρέχουν σαν τρελοί. Τσακίζονται, γκρεμίζονται, χάνονται! Ποιος τους κυνηγάει; Η οργή του Θεού για το άδικο, ο άγιος Γιάννης που προστατεύει το μοναστήρι του και όσους καταφεύγουν σε αυτό!».

Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, Τα Μοναστήρια της Γορτυνίας και της Μεγαλοπόλεως, Δημητσάνα-Μεγαλόπολη 2012.

Προηγούμενο άρθροΤένις ΑΕΚ Τρίπολης| Υγιεινή διατροφή από την διατροφολόγο του ομίλου, Έλενα Μπιλίση
Επόμενο άρθροΕκλογές ΣΥΡΙΖΑ Αρκαδίας | Η νέα Νομαρχιακή Επιτροπή