Περίπατος Κερασιάς: Περπατώντας σε ένα ορεινό Αρκαδικό Χωριό (ph)

Περιγραφή περιπάτου Κερασιάς από τον Πέτρο Σαραντάκη

Απόσταση 3.3 Km. Διάρκεια 1h. Υψόμετρο 900 – 980m  Κυκλική διαδρομή σηματοδοτημένη.  Ενημερωτικές επιγραφές με τις ονομασίες των δέντρων.                          Εύκολη πεζοπορία για όλους.



Περπατώντας σε ένα ορεινό Αρκαδικό χωριό

Η συνάντησή μας ορίζεται στην είσοδο της Κερασιάς (20km από την Τρίπολη), στην πλατανοσκέπαστη ρεματιά του Μέξια. Δροσιζόμαστε από τα τρεχούμενα νερά της ομώνυμης βρύσης και εάν θέλουμε κατηφορίζουμε τα λιθόχτιστα σκαλοπάτια που μας οδηγούν στην θολωτή Κάτω βρύση, η οποία οικοδομήθηκε το 1911. Λίγα μέτρα μετά την ενημερωτική επιγραφή του Περίπατου Κερασιάς ακολουθούμε τον πλακόστρωτο δρόμο που κατευθύνεται προς τα σπίτια και την μεγαλύτερη γειτονιά του χωριού, η οποία φέρει την ονομασία «Θρούμπη» λόγω της παρουσίας, εδώ, του ομώνυμου αρωματικού βοτάνου.

Από τα πρώτα μέτρα γίνεται αντιληπτό πως αυτός ο περίπατος, θα είναι ξεχωριστός γιατί εκτός από την φυσική ομορφιά ενός ορεινού χωριού και τοπίου, θα προσφέρει στον περιπατητή εμπειρίες και γνώσεις για τη φύση, για την αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, για τις παραδόσεις του, για την αρχαία και την σύγχρονη ιστορία του αλλά και για τους λιγοστούς σήμερα κατοίκους του (κάποτε στα 110 σπίτια του χωριού κατοικούσαν 700 άνθρωποι, σήμερα δεν ξεπερνούν τους 60). Στα πρώτα δέντρα βλέπουμε πάνω τους ενημερωτικές επιγραφές που αναφέρουν την ελληνική (έχει διατηρηθεί σε κάποιες περιπτώσεις η τοπική ονομασία) αλλά και την επιστημονική ονομασία τους. Δεν έχουμε περπατήσει ούτε εκατό μέτρα και διαβάζουμε:  Κερασιά – Prunus avium, το δέντρο δηλαδή που χάρισε το όνομά του στο χωριό, μουριά –morus, μηλιά – malus, σφοντάμι – acer κ.α.  Σε όλη τη διαδρομή θα συναντήσουμε 31 διαφορετικά δέντρα με τις ονομασίες τους. Ευδοκιμούν και άλλα, αυτά όμως δεν «στάθηκαν τυχερά» να βρίσκονται στις άκρες του περιπάτου μας.

Ο δρόμος, που μας χωρίζει από την αμφιθεατρική πλατεία του χωριού την «Πλατεία Ηρώων», έχει αφιερωθεί στον δενδροκόμο Ηλία Πιλαφά. Αυτός φύτεψε στην Κερασιά την πρώτη μηλιά της ποικιλίας των Μήλων Ντελίσιους Πιλαφά – Τριπόλεως και διέδωσε την καλλιέργειά της στην Αρκαδία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στο πάνω μέρος της πλατείας βλέπουμε το μαρμάρινο Ηρώον, στο οποίο έχουν αναγραφεί τα ονόματα των Κερασιωτών που προσέφεραν τη ζωή στους στην πατρίδα. Στο κάτω μέρος υψώνεται μεγαλοπρεπής ο ενοριακός ναός του Αγίου Παντελεήμονα, έργο των πολλών Κερασιωτών μεταναστών στην Αμερική (κυρίως εγκαταστημένων στο Σικάγο). Άρχισε να κτίζεται στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα και εγκαινιάστηκε το 1921.

Ο ασφάλτινος δρόμος που περνάει εμπρός του είναι ο κεντρικός δρόμος του χωριού ο οποίος οδηγεί στη Βλαχοκερασιά, τις Κολλίνες αλλά και προς την Μεγαλόπολη.  Έχει ονομαστεί «Οδός 16ης Μαρτίου 1944» για να μην ξεχαστεί η αποφράδα εκείνη ημέρα που οι Γερμανοί κατακτητές παρέδωσαν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια του χωριού. Η επιγραφή της ονομασίας του δρόμου έχει τοποθετηθεί πάνω στο καμένο από εκείνη την ημέρα Ντουρέικο σπίτι, το οποίο δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά.

Στα δυτικά του ναού βρίσκονται τα Μητροπουλέικα σπίτια, όπου αναφέρεται πως εκεί συγκρούστηκαν Κερασιώτες και άλλοι Έλληνες αγωνιστές, με μέρος του τουρκικού στρατεύματος το οποίο επιτέθηκε στη Βλαχοκερασιά στις 10 Απριλίου 1821.

Εμείς ακολουθούμε τον κατηφορικό τσιμεντόδρομο, στον οποίο έχει δοθεί το όνομα του Κερασιώτη Βαλκανιονίκη (στο ακόντιο) Ναπολέοντα Παπαγεωργίου.  Είναι ο παλιός «Δρόμος της Παναγίας» και ονομαζόταν έτσι γιατί οδηγούσε, παλαιότερα, στην κοιμητηριακό ναό του χωριού, ο οποίος έχει αφιερωθεί στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι όμως και ο «Δρόμος της Ξενιτιάς» γιατί αυτόν κατηφόριζαν οι νέοι του χωριού για να πάνε με τα πόδια στην Τρίπολη και να πάρουν το τραίνο, που θα τους οδηγούσε στον Πειραιά ή την Πάτρα και από εκεί στο υπερατλαντικό τους ταξίδι ως την «Γη της Επαγγελίας».

Μπαίνουμε στην έρημη από ανθρώπους, σήμερα, γειτονιά η οποία λέγεται «Ρούμανη». Εδώ που κάποτε αντιλαλούσαν ανθρώπινες φωνές και συναντούσες σπίτια ολόλευκα βαμμένα με ασβέστη, τα Βασιλογαμπρέικα, τα Οικονομέικα, τα Γκεγκέικα (Χρηστάκη) κ.α., έχουν στήσει πλέον χορό ο κισσός με τα βάτα. Οι άνθρωποι έφυγαν από εδώ, τα σπίτια μισογκρεμίστηκαν, κάποιες όμως όμορφες εξώπορτες έχουν απομείνει ολόρθες μαζί με λίγες καρυδιές και συκιές που προσφέρουν ακόμα τους νόστιμους καρπούς τους.

Στο τέλος του δρόμου ακολουθούμε πορεία προς τα δυτικά (ανατολικά ο δρόμος οδηγεί στο κοιμητήριο του χωριού), περνάμε έξω από την τοξωτή εξώπορτα του Καβελαρέικου (Πιλαφά) σπιτιού και διαβαίνουμε τη ρεματιά του Γιαννούλη. Αντικρίζουμε στα δεξιά μας τους Πανουσέικους κήπους αλλά και εκείνους του Αλιντζερίνι, που κάποτε προσέφεραν στους καλλιεργητές τους πεντανόστιμες ντομάτες, φασόλια και κολοκύθια και φτάνουμε στη συμβολή τριών στενών δρόμων. Εκεί που σμίγουν τα Στεφανέικα (Στεφάνου) με τα Κασιολέικα (Σαρρή) σπίτια.

Ακολουθούμε τον κάτω δρόμο που σε λίγο μας οδηγεί σε μια όμορφη ρεματιά η οποία λέγεται ρεματιά του Σχολείου γιατί λίγο ψηλότερα περνάει από το παλιό δημοτικό σχολείο του χωριού το οποίο, σήμερα, έχει μετατραπεί σε λαογραφικό μουσείο. Λίγο πριν τη ρεματιά, της οποίας τα λιγοστά νερά συμπληρώνουν ακόμα η Αρχέικη και η ρεματιά του Βόθανου, σε ένα πλακοστρωμένο άπλωμα ορθώνει την κορμοστασιά της η λιθόκτιστη βρύση του Καΐτσα, προσφέροντας γάργαρα τα νερά της. Στον πλαϊνό τοίχο αντιστήριξης διακρίνουμε εντοιχισμένη την παλιά κορύτα της και δυο γούρνες όπου ξεδιψούσαν τα ζώα, ενώ απέναντί της έχουν διασωθεί τμήματα των τσιμεντένιων αυλακιών με τα οποία πότιζε, κάποτε, τα γύρω περιβόλια.

Ο δρόμος που φεύγει, με κατεύθυνση προς τον βορρά οδηγεί στα Κουρεβελέικα σπίτια, εμείς ακολουθούμε για λίγα μέτρα το λιθόστρωτο, ακριβώς κάτω από τη βρύση, δρασκελίζουμε τη ρεματιά και περνώντας ανάμεσα από δύο πανύψηλες λεύκες μπαίνουμε σε ένα μικρό δάσος με φουντουκιές, που φέρει την ονομασία «οι φουντουκιές του Πετράκη» (από το επώνυμο του ιδιοκτήτη τους). Μετά από προσεκτική κατάβαση στα χωμάτινα σκαλοπάτια που έχουν χαραχθεί, συνεχίζουμε να περπατάμε στο μικρό και σκιερό δάσος των φουντουκιών.

Βαδίζοντας στο χωμάτινο μονοπάτι, στις τοποθεσίες «Χύμα» και «Στάβαρη», στα δεξιά μας βλέπουμε λάκκες γεμάτες με καρυδιές. Στην άκρη τους, πριν από τον απέναντι δασωμένο με πουρνάρια λόφο, σχηματίζεται μια μεγάλη ρεματιά. Σε αυτή συγκεντρώνετε το σύνολο των νερών και από τις επτά κάθετες σε αυτή ρεματιές, που χωρίζουν το χωριό, και τα οδηγεί στο Μεγάλο Γεφύρι και από εκεί στον Σαρανταπόταμο. Αριστερά μας, ακριβώς κάτω από την Πετρέικη γειτονιά μεγάλα δέντρα έχουν κρυφτεί πλέον από τον αχόρταγο κισσό και αποτελούν το καταφύγιο για πολλά γλυκόλαλα κοτσύφια.

Σε λίγη ώρα συναντάμε εμπρός μας τη ρεματιά της Μαρμαρένιας στολισμένη, λίγο ψηλότερα, με γιγαντόσωμα πλατάνια και ασημόχρωμες ιτιές. Εδώ, σύμφωνα με την παράδοση, είναι ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν όμορφες Λάμιες που κυνηγούσαν τα παιδιά. Περνάμε με προσοχή, πάνω στις πέτρες που έχουν στρωθεί στην κοίτη της ρεματιάς, και εισχωρούμε για λίγα μέτρα στους «Κάτω κήπους» όπως λέγονται. Από το μονοπάτι που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στις καρυδιές θα περάσουμε κάτω από γεροδεμένα πουρνάρια και κόκκινα βράχια και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε στον άγονο, από αυτή την πλευρά, λόφο του Αγιάννη.

Είμαστε σε ένα μονοπάτι που κάποτε αντιλαλούσαν τα κουδούνια και τα βελάσματα από τα πρόβατα του Ξένου (Ξενοφώντα Σπυρόπουλου) και του Περικλή (Κορομηλά). Δεν θα αργήσουμε να φτάσουμε στο ξωκλήσι του Αγάννη, όπου θα ξαποστάσουμε στον φροντισμένο περίβολό του. Από εδώ θα αγναντέψουμε την Κερασιά, βυθισμένη σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου την άνοιξη και το καλοκαίρι και στις γήινες αποχρώσεις τις άλλες δυο εποχές του χρόνου.

Λίγα μέτρα από το ιερό του ναού στέκεται μια γερασμένη μουριά, που κάποτε είχε κρεμασμένο πάνω της το σήμαντρο, ενώ ακριβώς δίπλα της υψώνεται ένα μοναδικό για την περιοχή δέντρο, που φέρει την ονομασία ακακία η ιαπωνική. Την άνοιξη και κυρίως τον Μάιο όλος ο λόφος βάφεται στο χρώμα του κόκκινου από τις αμέτρητες παπαρούνες που τον στολίζουν και μοσχοβολάει από το άρωμα των λουλουδιών των πολλών αμυγδαλιών, που φιλοξενεί στα χώματά του. Στην βόρεια και ανατολική πλευρά του, λόγω της έκθεσής τους στους ανέμους, οι κάτοικοι σε παλαιότερα χρόνια είχαν διαμορφώσει τα αλώνια τους και αλώνιζαν τα δημητριακά τους. Στο κέντρο του χωριού πρόσφατα συντηρήθηκε και αποκαλύφθηκε ένα παραδοσιακό αλώνι, το οποίο είχε εγκαταλειφτεί για περισσότερα από 50 χρόνια.

Ακλουθούμε, το σηματοδοτημένο με παλιά κεραμίδια μονοπάτι, που φεύγει βόρεια από το ιερό της εκκλησίας και αντικρίζουμε μπροστά μας τα λείψανα μιας αρχαίας οχύρωσης. Τα τείχη είναι ορατά και σε άλλα σημεία του λόφου, κυρίως στη δυτική πλευρά του όπου διασώζονται και θεμέλια κτισμάτων, τα οποία άνηκαν στην αρχαία κώμη Οίον. Αυτή αναφέρεται από τον ιστορικό Ξενοφώντα, ο οποίος γράφει πως εδώ έγινε μάχη Λακεδαιμονίων και Αρκάδων, το 369 π. Χ. Επίσης, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, οι κάτοικοί της συγκροτούσαν τον δήμο Οιατών, έναν από τους εννέα δήμους της αρχαίας Τεγέας.

Σε κοντινή απόσταση θα διαβούμε ανάμεσα σε λίθινες ογκώδεις βάσεις, πάνω στις οποίες είχαν στηριχτεί οι κίονες αρχαίου ιερού, που ήταν αφιερωμένο στην θεά Δήμητρα, προστάτιδα της Γεωργίας.  Άγαλμά της βρέθηκε σε ανασκαφές που έγιναν εδώ, το 1907, από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Ρωμαίο και αυτό σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Τρίπολης. Κατηφορίζοντας στο μονοπάτι διακρίνουμε στα αριστερά μας ένα άλλο τμήμα των τειχών καθώς και μια ογκώδη πέτρα, η οποία έχει πέσει στη γη και χρησίμευσε κάποτε, όπως φαίνεται από τα σύρματα που είναι περασμένα πάνω της, για να δένονται τα ζώα που αλώνιζαν στα γύρω αλώνια.

Κατεβαίνοντας από το λόφο του Αγιάννη, στα αριστερά μας, βλέπουμε ένα τυπικό πέτρινο διώροφο σπίτι του χωριού, αυτό της Κωτσιούλας (Κωνσταντίνας Σαραντάκη – Άρχου) που παρότι έχει χάσει τη στέγη του στέκει ολόρθο ακόμη, γιατί εδώ είχαν δουλέψει οι περίφημοι Λαγκαδιανοί μαστόροι. Τα βήματά μας κατευθύνονται στο «Ίσιωμα» και προς τα σπίτια που απαρτίζουν την γειτονιά «Κολοκυθού». Αυτή μπορεί να έχασε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, διατηρεί όμως κάποια σπίτια ανοιχτά και λιγοστούς ανθρώπους.

Στα πρώτα σπίτια της βλέπουμε την εντυπωσιακή εξώπορτα και το χαγιάτι του σπιτιού του γερο Σταύρου (Πολυζώη) και την τοξωτή με καλά πελεκημένες πέτρες εξώπορτα του γιαρ Αγγέλη (Κυριαζή). Προχωρώντας θα ευχαριστηθεί η όραση μας βλέποντας ολάνθιστες τριανταφυλλιές και πλήθος πολύχρωμων λουλουδιών που λέγονται δειλινά, γιατί  αυτά αποκαλύπτουν την ομορφιά τους, πάντα τα δειλινά του καλοκαιριού. Αμέσως μετά το «Ρεματάκι» μας συνοδεύουν κατακίτρινοι ήλιοι (ηλίανθοι) και στα αριστερά μας συναντάμε τους «Παπαδελέικους κήπους», που συνεχίζουν να καλλιεργούνται έως σήμερα και αποδίδουν νόστιμα κηπευτικά, ποτισμένα από το νερό της Μαρμαρένιας βρύσης. Από την νοστιμιά αυτών και κυρίως των κολοκυθιών που παράγονται εδώ πήρε το όνομά της και η γειτονιά, η «Κολοκυθού».

Η επιμελημένη σηματοδότηση μας κατευθύνει στην καρδιά της ρεματιάς που φωλιάζει η βρύση της Μαρμαρένιας. Πριν φτάσουμε σε αυτή και απολαύσουμε τα ολόδροσα νερά της βλέπουμε μια μεγάλη γούρνα (δεξαμενή συγκέντρωσης νερού), η οποία χρησίμευε παλαιότερα για την άρδευση των κήπων. Τότε που οι άνθρωποι ήταν πολλοί και την χρησιμοποιούσαν με βάση το πρόγραμμα των ωρών που έβγαινε για το πότισμά τους, αλλά και κάποιες φορές ύστερα από λεκτικές διαμάχες. Απέναντι, υψώνουν το ανάστημά τους δυο τεράστιες λεύκες. Ολόγυρα από αυτές, σε χρόνια παλαιότερα, οι γυναίκες της γειτονιάς έστηναν τα καζάνια τους, έβραζαν το νερό που έφερνε η ρεματιά και με σπιτικό σαπούνι και αλισίβα (στάχτη) έπλεναν τα ρούχα του σπιτιού τους. Με την συνοδεία, πάντα, των ήχων του κόπανου.

Στάση για ξεκούραση αλλά και για να ξεδιψάσουμε κάνουμε στη θολωτή βρύση της Μαρμαρένιας, η οποία αποτελεί ένα από τα στολίδια του χωριού μαζί με τον τεράστιο πλάτανο δίπλα της, ο οποίος με την βοήθεια ενός μικρότερου σκεπάζει την ρεματιά. Η βρύση προσφέρει τα νερά της από το 1910, όταν την έχτισαν, κι αυτή χτιστάδες από τα Λαγκάδια. Για τον πλάτανο δεν ξέρουμε την ηλικία του μονάχα μετρήσαμε την περίμετρό του και είναι 5.3 μέτρα, σε ύψος τεσσάρων μέτρων, που είναι εφικτό να μετρηθεί. Ασφαλώς στα χαμηλότερα σημεία του αυξάνεται και η περίμετρός του.

Λίγο ψηλότερα από τη Μαρμαρένια και πάνω από τον δρόμο βλέπουμε μια ακόμα λιθόκτιστη βρύση, όχι όμως με τρεχούμενα τα νερά της. Έχει ονομαστεί βρύση των Σκιριτών, σε θύμηση της αρχαίας ονομασίας της περιοχής και των αρχαίων κατοίκων της, που ήταν σπουδαίοι πολεμιστές. Αυτοί συγκροτούσαν τον Σκιρίτη λόχο, ο οποίος προστάτευε στις μάχες τους βασιλείς των Σπαρτιατών.

Μετά την ανάπαυση που προσφέρει η Μαρμαρένια βρύση και ο γύρω χώρος της ανεβαίνουμε ως τον κεντρικό δρόμο, περνάμε ακριβώς απέναντι και ανηφορίζουμε προς τη δασωμένη πλαγιά. Στα δεξιά μας λίγα πεύκα μαζί με ιτιές μας συντροφεύουν. Μια ξύλινη επιγραφή, στη μεγάλη στροφή του δρόμου, μας ενημερώνει πως στα εκατό μέτρα χωματόδρομου, προς τα νοτιοδυτικά, κρύβεται μια άλλη λιθόκτιστη βρύση που τα νερά της βγαίνουν από τον βράχο, μη ορατό σήμερα από τα έργα ανάπλασης που έχουν γίνει. Αν θέλουμε να δοκιμάσουμε και να συγκρίνουμε τα νερά της Δέσης, όπως ονομάζεται η βρύση με εκείνα που ήδη έχουμε γευτεί τότε κάνουμε μια σύντομη επίσκεψη σε αυτή, εάν όχι ακολουθούμε κατεύθυνση προς την ανατολή. Περνάμε από τη γειτονιά που φιλοξενεί Κρεκουζέικα, Κορομηλέικα και Σιαπερέικα σπίτια, βλέπουμε την εντυπωσιακή καμάρα του παλιού σπιτιού του Τσιαμαντάνη (Οικονόμου) και αμέσως μετά το Γριμπέικο σπίτι με το ηλιόλουστο ξύλινο χαγιάτι του, και φτάνουμε σε έναν μαλακό χωματόδρομο.

Το τοπίο πλέον έχει αλλάξει έχουμε μπει σε τόπο δασωμένο όπου κυριαρχεί η δρυς, το πεύκο, η αγριοκαστανιά, το ρείκι και η αφάνα. Είμαστε στις παρυφές του δάσους της Σκιρίτιδας, του πρώτου τεχνητού δρυμού που έγινε στη χώρα μας, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εμπνευστής και πρωτεργάτης του έργου αυτού ήταν ο Κερασιώτης δασολόγος Τάσος Στεφάνου που χάρισε στην περιοχή ένα πανέμορφο δάσος, κυρίως φυτεμένο με μαύρη πεύκη. Σε χώματα όπου κατά την αρχαία εποχή υπήρχε ο αρκαδικός δρυμός της Σκιρίτιδας, στον οποίο κυριαρχούσε η δρυς.

Βαδίζοντας και αναπνέοντας τις ευωδιές του δάσους ατενίζουμε, από εδώ ψηλά που το υψόμετρο φτάνει στα 980 μέτρα, τα περισσότερα σπίτια του χωριού, τον λόφο του Αγιάννη, τα υψώματα της Αγριοκερασιάς και του Μποζίκη μαζί και τις θεόρατες ανεμογεννήτριες οι οποίες συγκροτούν το εκεί αιολικό πάρκο. Χωματόδρομοι που φεύγουν και ανεβάζουν στο ξωκλήσι της Ανάληψης και στο δάσος της Σκιρίτιδας αυτή τη φορά δεν θα τους ακολουθήσουμε, ίσως στο μέλλον χαράξουμε εκεί όμορφες ορεινές διαδρομές για πεζοπορία αλλά και χωμάτινους ποδηλατοδρόμους.

Παραμένουμε σε πορεία ανατολική, ακολουθώντας την σηματοδότηση του Περίπατου της Κερασιάς. Η θέα εξακολουθεί να είναι συναρπαστική, προς τον νότο βλέπουμε τον ναό του Αγίου Παντελεήμονα και τα γύρω σπίτια της γειτονιάς «Θρούμπη», η ματιά μας φτάνει στο δημόσιο δρόμο Τρίπολης – Σπάρτης, στον κάμπο της Τεγέας, απομακρύνεται ως την Τρίπολη και το γύρω μαντινειακό πεδίο και μετά χάνεται στο όρος Μαίναλο αλλά και στο Αρτεμίσιο.

Εμπρός μας ορθώνονται οι γυμνές παραφυάδες του Πάρνωνα, που φιλοξενούν το Μαυρίκι και τα ιστορικά Βέρβαινα, ενώ στο βάθος είναι ορατές οι δυο ψηλότερες κορυφές του, η Μεγάλη και η Μικρή Τούρλα. Εάν είμαστε τυχεροί εκτός από όλα αυτά που μαγεύουν τις αισθήσεις μας, μην φοβηθούμε εάν ακούσουμε κάποιο θρόισμα μέσα από τους θάμνους και τα δέντρα, ίσως ξαφνικά ξεπεταχτούν ζαρκάδια, που έχουν κάνει το δάσος ενδιαίτημά τους. Αγριογούρουνα δεν θα είναι γιατί αυτά κάνουν την εμφάνισή τους, κυρίως, όταν σουρουπώνει.

Περπατούμε πλέον ανάμεσα σε βαθυπράσινα πεύκα και φτάνουμε στην κορυφή της ρεματιάς του Μέξια. Σε μια μεγάλη στροφή του χωματόδρομου αφήνουμε την ανατολική πορεία μας και έναν δελεαστικό χωματόδρομο, που πηγαίνει ευθεία, και κατηφορίζουμε προς τον βορρά, στη θέση «Πλεύρα». Σε κοντινή απόσταση αντικρίζουμε την οροφή της πλατανοσκέπαστης ρεματιάς, βαδίζουμε παράλληλα προς αυτή και φτάνουμε, έχοντας αναπνεύσει καθαρό-βουνίσιο αέρα, στον μικρό πλακοστρωμένο δρόμο. Εκεί που αρχίσαμε τον Περίπατο της Κερασιάς, δηλαδή την συναρπαστική φυσιολατρική, πολιτιστική και ιστορική περιήγησή μας σε ένα ορεινό Αρκαδικό χωριό.

Εάν θέλουμε να γνωρίσουμε και την «καρδιά» του ακολουθούμε τον κεντρικό δρόμο. Εάν επιθυμούμε δε να απολαύσουμε τον καφέ μας ή να γευματίσουμε κάνουμε στάση στο «Χαγιάτι», δίπλα στο παλιό σχολείο ή στον «Σκιρίτη», στην είσοδο του χωριού ενώ εάν θέλουμε να παρατείνουμε το χρόνο παραμονής μας στην περιοχή μπορούμε να διανυκτερεύσουμε στη Βλαχοκερασιά, στο ξενοδοχείο  «Foresta In Medias Mores» ή στον ξενώνα «Μπιστόλας».                  Αυτά, βέβαια, μπορούν να γίνουν όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί λόγω της πανδημίας του Covid -19. Τώρα προσέχουμε για να παραμείνουμε όλοι υγιείς.

Πέτρος Σαραντάκης

 

Για την υλοποίηση του Περίπατου της Κερασιάς συνετέλεσαν:

Οι Κερασιώτισες ιατροί Βάνα και Νίκη Κ. Δήμου οι οποίες διέθεσε την απαιτούμενη δαπάνη για την κεντρική επιγραφή και τις επιγραφές με τις ονομασίες των δέντρων, στη θύμηση του αείμνηστου πατέρα τους Κωστή Δήμου

Ο συγγραφέας Πέτρος Σαραντάκης ο οποίος είχε την έμπνευση της δημιουργίας, τον σχεδιασμό, το δημιουργικό των επιγραφών, την σηματοδότηση, την επιλογή και τον καθαρισμό των δέντρων, την εύρεση των ονομασιών τους, καθώς και τον γενικό συντονισμό του έργου.

Ο Κώστας Β. Μητρόπουλος ο οποίος, με τις αθλητικές – πεζοπορικές εμπειρίες του, προσέφερε χρήσιμες προτάσεις (όπως εκείνη της ονομασίας των δέντρων), αποτύπωσε ηλεκτρονικά την διαδρομή του περίπατου αλλά και βοήθησε στον καθαρισμό και την σηματοδότησή του.

Ο Πολιτιστικός – εξωραϊστικός σύλλογος του χωριού «ο Άγιος Παντελεήμων» που στάθηκε αρωγός της προσπάθειας και φρόντισε για τον καθαρισμό της διαδρομής.

Ακόμα βοήθησαν οι: Δημήτρης Κούτρης (στον καθαρισμό δέντρων), Γιάννης Τζίνος και Νεκτάριος Τρανός (στην τοποθέτηση των επιγραφών), Γιώργος και Μαρία Πετράκη (στη σηματοδότηση μέρους του περίπατου).

Δείτε φωτογραφίες από τη διαδρομή

Προηγούμενο άρθροΘ. Σκυλακάκης: θα βγούμε από αυτή την κρίση στο δεύτερο τρίμηνο του 2021
Επόμενο άρθροΑπάντηση Δημάρχου Μεγαλόπολης στον ΣΥΡΙΖΑ Αρκαδίας για τη μη παρουσία του σε διαδικτυακή εκδήλωση