Πώς επηρεάζει την Ελλάδα η «αποκαθήλωση» της Μέρκελ

Η απόφαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ να μην θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών στις προσεχείς εσωκομματικές εκλογές, μετά από τα πρόσφατα άτυχη εκλογικά αποτελέσματα σε Ρηνανία – Βεστφαλία και Έσση, είναι μία εξέλιξη που έρχεται να ναρκοθετήσει την συζήτηση για την μετεξέλιξη της ευρωζώνης και η οποία αναμένεται να έχει επιπτώσεις και στην Ελλάδα.

Οι περισσότερες αναλύσεις χρηματοοικονομικών οίκων και πολιτικών αναλυτών που ακολούθησαν του χθεσινού διαγγέλματος της Γερμανίδας καγκελαρίου εστίασαν στην επόμενη ημέρα, ήτοι στη διαδοχή της Μέρκελ στην ηγεσία του CDU και στην πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.



Κοινή συνισταμένη όλων των αναλύσεων είναι ότι τα στελέχη που ακολουθούν στην πυραμίδα των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, όπως η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, ο Γενς Σπαν και ο Φρίντριχ Μερτς, δεν διακρίνονται από την ίδια μετριοπάθεια που διακρίνει την Μέρκελ και έχουν πιο δεξιά ατζέντα, περισσότερο «γερμανική» και λιγότερο ευρωπαϊκή.

Αυτό σημαίνει πως η δυναμική που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους μήνες για τις αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης σταδιακά θα φθίνει, καθώς ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δεν θα έχει συνομιλητές σαν την Μέρκελ που ενστερνίζονται το όραμα του για την μετεξέλιξη του ευρώ.

Αν και στο καλύτερο σενάριο η Άνγκελα Μέρκελ θα παραμείνει στην καγκελαρία έως το 2021, το ότι δεν θα ηγείται του κυρίαρχου κόμματος του μεγάλου συνασπισμού αυτόματα θα την καταστήσει λιγότερο παρεμβατική και θα αποδυναμώσει την θέση της εντός και εκτός Γερμανίας.

Δεν είναι τυχαίο πως στην Ιταλία υποδέχτηκαν με ικανοποίηση την απώλεια ισχύος του κόμματος της Μέρκελ, καθώς η Ρώμη θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό η ηγετική θέση της Γερμανίας εντός της ευρωζώνης θα περιοριστεί. Υπάρχουν βέβαια και άλλες φωνές οι οποίες υποστηρίζουν πως η αποδυνάμωση της μετριοπαθούς Μέρκελ θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ των οπαδών της λιτότητας και των οπαδών της αντι – λιτότητας εντός και εκτός Γερμανίας, ενισχύοντας τις λαϊκίστικες φωνές και τις υπερβολές.

Αυτή η αλλαγή πολιτικών συσχετισμών που σχηματικά κανείς μπορεί να την περιγράψει ως «λιγότερο Ευρώπη» ή ως στροφή στην εσωστρέφεια συμπίπτει με τον τερματισμό του προγράμματος χαλαρής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την σταδιακή αύξηση του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ. Το «κοκτέιλ» αυτό είναι εκρηκτικό, καθώς εάν επιβεβαιωθούν οι απαισιόδοξοι των αναλυτών, θα οδηγήσει σε μια ευρωζώνη δυο ταχυτήτων που δεν θα έχει συνεκτικούς δεσμούς και θα είναι ευάλωτη στις εξωτερικές πιέσεις και κυρίως στους κερδοσκόπους.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας η Ελλάδα καλείται να πλεύσει έχοντας ως σωσίβιο το ταμειακό μαξιλάρι ασφαλείας που αρκεί για να την κρατήσει εκτός αγορών έως το 2021 και με βασική της υποχρέωση την καταγραφή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλά το περιβάλλον γίνεται πιο εχθρικό και για τις ελληνικές τράπεζες που προσεχώς θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις πρόσθετες προκλήσεις που θα επιφέρει η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.

Γνωρίζοντας το πόσο δύσκολες θα καταστούν οι συνθήκες για όλα τα ιδρύματα της ευρωζώνης μετά την άρση του QE η ΕΚΤ ζητά επίμονα το τελευταίο έτος από τα κράτη-μέλη να επιταχύνουν τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας κεφαλαιαγοράς μεταξύ των χωρών του ενιαίου οικονομικού μπλοκ.

Σχεδόν σε μόνιμη βάση ο Μάριο Ντράγκι και οι συνεργάτες του τονίζουν πως τραπεζική ένωση και ενιαία κεφαλαιαγορά είναι καθοριστικοί παράγοντες για να καταστούν οι οικονομίες της ευρωζώνης πιο ανθεκτικές απέναντι σε ενδεχόμενα οικονομικά σοκ και για να θεωρηθεί η ευρωζώνη- μέσω του μεγαλύτερου διαμοιρασμού κινδύνου μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – πιο ασφαλής για τους επενδυτές.

Πολλές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Γερμανία θα δυσχεράνουν τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας κεφαλαιαγοράς και θα καθυστερήσουν την ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής του ευρώ με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη συστημική σταθερότητα σε μια περίοδο που το κόστος χρήματος αυξάνεται.

Πηγή: cnn.gr

Προηγούμενο άρθρο«Γιγαντώνεται» το κίνημα των διεκδικήσεων αναδρομικών και δώρων!
Επόμενο άρθροΤην απώλεια του Δημήτρη Βαζογιάννη θρηνεί η ελληνική δημοσιογραφία
Αργύρης Καρδαράς
Δημοσιογράφος, Δημοτική Ραδιοφωνία Τρίπολης 91,5