Πόσο ουδέτερη είναι η εκπαίδευση;

της Παναγιώτας Ψυχογιού*

Η διδασκαλία ως διάπλαση υπόκειται σε όλα τα ηθικά διακυβεύματα που χαρακτηρίζουν μια ενεργή ζωή, μια vita activa, κατά τη Hannah Arendt. Η  εκπαίδευση θεωρείται συχνά ως μια θεμελιωδώς αισιόδοξη ανθρώπινη προσπάθεια που χαρακτηρίζεται από φιλοδοξίες για εξέλιξη και βελτίωση. Νοείται από πολλούς ως μέσο επίτευξης ισότητας και απόκτησης πλούτου. Λίγοι, ωστόσο, θα υποστήριζαν ότι κάθε εκπαιδευτικό σύστημα επιτυγχάνει αυτό το στόχο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο με τη πρόθεση να επιφέρει τη κοινωνική αναπαραγωγή της ανισότητας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση προάγει τη κοινωνική κινητικότητα.



Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η σχολική εκπαίδευση παράγει ένα υπάκουο εργατικό δυναμικό απαραίτητο για καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις. Ο δημόσιος χαρακτήρας που προσλαμβάνει η εκπαίδευση, εξηγείται από την ανάγκη ενός εκπαιδευτικού μηχανισμού ελάχιστου κόστους, που θα είναι εύκολα προσαρμόσιμος και αποτελεσματικός ώστε να διασφαλίζει τα μακροχρόνια συμφέροντα του κεφαλαίου. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει επιφορτιστεί να διαμορφώσει ένα εργατικό δυναμικό σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Η διάρθρωση της εκπαίδευσης, το περιεχόμενο των σπουδών και ο τρόπος αξιολόγησης της ιδιοποίησης της γνώσης στοχεύουν στην προετοιμασία και στην επιλογή των ατόμων για να αναλάβουν θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Εφόσον, το σχολείο προετοιμάζει τα άτομα για να αναλάβουν θέσεις μέσα σε ένα ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας, πρέπει να παράγει εκπαιδευόμενους ειδικευμένους σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της αγοράς. Έτσι, λοιπόν, υπό αυτή την έννοια ούτε «ανοιχτό» είναι το σχολείο, ούτε ενιαία η εκπαίδευση.
Το κοινωνιολογικό συµπέρασµα, που αποδεικνύεται συστηµατικά καισυνεχώς τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι ότι η σχολική επίδοση καθορίζεται πριν απ’ όλα από την κοινωνική προέλευση. Διαπιστώνεται μια αδυναμία ορισμένων προγραμμάτων αντισταθμιστικής αγωγής να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά το χάσμα της «πολιτισμικής απόστασης» μεταξύ παιδιών της ανώτερης και κατώτερης τάξης. Το έργο του Bourdieu αναφέρεται στις ταξικές ανισότητες στο μορφωτικό επίπεδο και των ευρύτερων ζητημάτων της ταξικής αναπαραγωγής στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η θεωρία του της πολιτιστικής αναπαραγωγής ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της αρχικής τάξης των μελών και την τελική ένταξη στην ταξική διαστρωμάτωση και πώς αυτή η σύνδεση γίνεται με τη μεσολάβηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Για τον Μπουρντιέ υπάρχουν διαφορετικών ειδών κεφάλαια. Εκτός από το οικονομικό κεφάλαιο, τα άτομα στις συναλλαγές τους διαχειρίζονται «πολιτισμικό κεφάλαιο» (αποκτημένες γνώσεις, δεξιότητες, «παιδεία»), «συμβολικό κεφάλαιο» (κύρος), «γλωσσικό κεφάλαιο». Ορισμένα πεδία βοηθούν ώστε να μετατρέπεται το ένα κεφάλαιο σε άλλο· η εκπαίδευση, λ.χ., παρέχει πολιτισμικό κεφάλαιο και κύρος, που μπορούν να εξασφαλίσουν μια καλοπληρωμένη εργασία.
Σύμφωνα με τον Bourdieu, τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανοποιημένων κοινωνιών λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούνται ανισότητες. Η επιτυχία στον τομέα της εκπαίδευσης διευκολύνεται από την κατοχή του πολιτιστικού κεφαλαίου και των «έξεων» των υψηλοτέρων τάξεων. Μαθητές των χαμηλότερων τάξεων, εν γένει, δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, έτσι ώστε η αποτυχία της πλειοψηφίας των μαθητών αυτών είναι αναπόφευκτη. Πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι πολιτισμικές εμπειρίες της μεσαίας τάξης που παρέχονται στο σχολείο μπορεί να είναι αντίθετες από εκείνες που λαμβάνουν τα παιδιά της εργατικής τάξης στο σπίτι.
Με άλλα λόγια, τα παιδιά της εργατικής τάξης δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα να αντεπεξέλθουν στο σχολείο. Κατά συνέπεια, βγαίνουν απ’ το σχολείο με τα χαμηλότερα προσόντα και ως εκ τούτου παίρνουν τις λιγότερο επιθυμητές δουλειές κι έτσι παραμένουν στην εργατική τάξη. Ο Bourdieu υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το εκπαιδευτικό σύστημα προϋποθέτει την κατοχή πολιτιστικού κεφαλαίου το οποίο λίγοι μαθητές έχουν στην πραγματικότητα, υπάρχει μια μεγάλη αναποτελεσματικότητα στην «παιδαγωγική μετάδοση( Πιερ Μπουρντιέ, Ζαν-Κλοντ Πασερόν, Η αναπαραγωγή. Στοιχεία για μια θεωρία του εκπαιδευτικού συστήματος, μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014.)
Το κράτος έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως ένας θεσμός που υπερβαίνει τα ταξικά συμφέροντα. Εν τούτοις η «δωρεάν παιδεία» δεν εξαλείφει τις ανισότητες. Εισάγεται ένας μεγάλος αριθμός νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όταν εμφανίζονται όμως τα φαινόμενα της ανεργίας και των χαμηλών μισθών επέρχεται χειροτέρευση της θέσης ενός μεγάλου αριθμού αποφοίτων των ιδρυμάτων αυτών ως προς τις συνθήκες απασχόλησης τους. Παράλληλα παρατηρείται και χειροτέρευση των όρων και της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης εφόσον η χρηματοδότηση δεν είναι επαρκής.
Η αξιολόγηση της απόδοσης των σπουδαστών με ένα ενιαίο κριτήριο, τη βαθμολογία, παρουσιάζεται ως «αντικειμενική» και «ουδέτερη» και όταν συναρτάται με τις «ίσες ευκαιρίες» θεωρείται και αποτελεσματική και δίκαιη. Το ενιαίο κριτήριο αξιολόγησης, ωστόσο,  εξακολουθεί να καταγράφει την κοινωνική ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των εκπαιδευόμενων. Το ενιαίο για όλους κριτήριο της βαθμολογίας καταγράφει τις άνισες οικονομικές δυνατότητες των εκπαιδευόμενων που προσδιορίζουν το είδος του σχολείου που θα παρακολουθήσουν (πρότυπο ιδιωτικό ή δημόσιο), τη διάρκεια των σπουδών και επομένως και την εκλογή επαγγέλματος, την παρακολούθηση φροντιστηριακών μαθημάτων, την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ, την εκμάθηση ξένων γλωσσών κλπ.
Η βαθμολογία καταγράφει ουσιαστικά τη μορφωτική ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και μεταβιβάζεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον στα παιδιά. Το σχολείο δημιουργεί αυταπάτες. Στην ψευδαίσθηση της σχολικής ανεξαρτησίας και ουδετερότητας θεμελιώνεται η κυριότερη συμβολή του στην αναπαραγωγή της καθεστηκυίας τάξης. Ούτε οι ευκαιρίες είναι ίσες, παρά την τυπική κατοχύρωση τους, ούτε το σχολείο είναι ουδέτερο, αφού τότε θα είχαμε ισοδυναμία των αποτελεσμάτων του, πράγμα το οποίο θα ήταν σε αναντιστοιχία με την κοινωνική ιεραρχία. Εφόσον το σχολείο προετοιμάζει και επιλέγει τα άτομα για τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, δεν μπορεί να είναι «ουδέτερο» ως προς την παροχή γνώσεων και την αξιολόγηση που επιτελεί (Θέσεις Τεύχος 35, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 1991, Επαναπροσδιορίζοντας τη διαδικασία της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό,της Ανδριάνας Βλάχου).
Ανεξάρτητα από τις ακαδημαϊκές ικανότητες τους, οι μαθητές από φτωχές οικογένειες έχουν σχετικά λίγες πιθανότητες να επιτύχουν ενώ για μαθητές από τη μεσαία και ιδιαίτερα την ανώτερη τάξη η επιτυχία είναι εγγυημένη. Τα παιδιά της ανώτερης τάξης έχουν καλύτερες επιδόσεις, βρίσκουν καλύτερες θέσεις και παίρνουν μεγαλύτερες ανταμοιβές. Με αυτό τον τρόπο, η συνέχεια του προνομίου και του πλούτου για την ελίτ γίνεται δυνατή. Οι άνθρωποι που είναι φτωχοί είναι θύματα ενός «κοινωνικού τεχνάσματος εμπιστοσύνης». Έχουν ενθαρρυνθεί να πιστεύουν ότι ένας μεγάλος στόχος της εκπαίδευσης είναι να ενισχύσει την ισότητα ενώ, στη πραγματικότητα,  το εκπαιδευτικό σύστημα έχει ένα ρόλο κλειδί στη διατήρηση του status quo.
*Η Παναγιώτα Ψυχογιού είναι διδάκτορας φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
 
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στην ενότητα «ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ» του παρόντος ιστοχώρου, δημοσιεύονται αυτούσια και εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων τους και όχι της Δημοτικής Ραδιοφωνίας Τρίπολης ή της ΔΕΠΕ Τρίπολης.

Προηγούμενο άρθροΕρώτηση Βλάση στη Βουλή για την κατάργηση αστυνομικών τμημάτων της Αρκαδίας
Επόμενο άρθροΜνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως Αρχιερέων, ευεργετών και δωρητών του Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου Τρίπολης
Αργύρης Καρδαράς
Δημοσιογράφος, Δημοτική Ραδιοφωνία Τρίπολης 91,5