Το εξαήμερο του Αιώνα – The Six Day Run Of The Century

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros

Ένας από τους σπουδαιότερους αγώνες του Γιάννη Κούρου ήταν το εξαήμερο που κέρδισε το 1984 στο στάδιο Dowing στο Randall’s island της Νέας Υόρκης, κατά τη διάρκεια του οποίου έσπασε 16 παγκόσμια ρεκόρ.

Το εξαήμερο για όποιον δεν γνωρίζει, είναι τρέξιμο μέσα σε στάδιο επί 6 συνεχόμενες ημέρες και νικητής ανακηρύσσεται όποιος καλύψει τα περισσότερα χιλιόμετρα.



Διαβάζοντας το βιβλίο του ¨Το εξαήμερο του αιώνα¨, ανακαλύπτεις έναν αθλητή με τεράτιες πνευματικές δυνάμεις, έναν αθλητή φαινόμενο.

Όταν πλέον αρχίζει το σώμα να τον εγκαταλείπει, ενεργοποιεί τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις, εμπνεόμενος από τον τόπο του την Αρκαδία, την ιστορία της Ελλάδας, τους ήρωες της επανάστασης, την Αρχαία Ελλάδα, τη φύση, τη μουσική και την ζωή του με σκοπό να κινητοποιήσει το σώμα του για απίστευτες επιδόσεις.

Θα προσπαθήσω να μεταφέρω μέσα από αποσπάσματα του βιβλίου του το χρονικό του άθλου, τις σκέψεις και τις ακραίες ψυχικές και σωματικές δοκιμασίες του.

Ένα βιβλίο που μας διδάσκει τις αξίες της προσπάθειας, της καρτερίας, της επιμονής και του αγωνιστικού πνεύματος ενάντια στις αντιξοότητες της ζωής.

 

Ο  ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ  ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ  ΚΑΙ  Η  ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ
(κεφ. 1)

«Στην αφετηρία, και πριν δοθεί η εκκίνηση, όλοι οι δρομείς ήσαν ήρεμοι, λες και πήγαιναν εκδρομή. Μερικοί φαίνονταν προκλητικά νωχελικοί, ατάραχοι και απαθείς. Στην ουσία, ήσαν εκεί για να δοκιμάσουν μέχρι πού φτάνουν οι ανθρώπινες δυνατότητες. Εγώ ήμουν ανήσυχος και νευρικός, λες και θα έκανα εκκίνηση εκατό μέτρων. Έδενα και ξανάλυνα τα κορδόνια μου, σαν να μην έβρισκα άλλη ευκαιρία στη ζωή μου να τα διορθώσω. Οι περισσότεροι είχαν πασαλειφτεί με αντιηλιακές κρέμες, και άλλοι προέβαιναν σ’ αυτή τη μέριμνα  εκείνη τη στιγμή , μα εγώ δε φοβόμουν τον ήλιο. Είχα αρκετά ψηθεί στο λιοπύρι της Ελλάδας για μερικούς μήνες…..»

(…)

«Ήρθε επιτέλους η μέρα να σπάσω το πρώτο μου παγκόσμιο ρεκόρ σκέφτηκα….τα είχα σχεδιάσει όλα.Θα επιδίωκα να καταρρίψω την παγκόσμια επίδοση των είκοσι τεσσάρων ωρών……»

(…)

«Μαζί με το κορμί μου αναφτερούγιζε και η ψυχή μου……»

(…)

«Πριν συμπληρώσω έντεκα ώρες τρέξιμο, ένας δυνατός και βαθύς πόνος άρχισε να με κυριεύει στο στήθος. Τον αισθανόμουν παντού. Δεν ήταν μόνο βαθιά στα πνευμόνια σαν πνευμονική ανεπάρκεια, όπως αρχικά πίστεψα, αλλά και στους μυς και στην πλάτη και στα πλευρά και στους ώμους. Κάτι πήγαινε να σπάσει μέσα μου, κάτι πήγαινε να αγγίξει τα όρια μιας κλωστής. Όμως, παράλληλα, όλα αυτά τα συστήματα και τα όργανα γυμνάζονταν. Πονούσα φριχτά, αλλά συνήθιζα, δεν φοβόμουν πια.»

(…)

«Χρειαζόμουν έναν άγγελο,ένα ον να μου στείλει μηνύματα αισιοδοξίας, να μου αναγγέλει ότι το παγκόσμιο ρεκόρ είναι πιο κάτω και με περιμένει να το φτάσω.»

(…)

«Σε δεκαπέντε ώρες είχα χάσει εφτά κιλά…»

(…)

«Μόλις πλησίαζα να συμπληρώσω τις δεκαέξι ώρες στο νεοϋορκέζικο στάδιο, με κατέλαβε μια ουρανοκατέβατη δυσφορία. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως έγινε και έπεσα κατακόρυφα σε μια τέτοια χωματένια αίσθηση, σε μια κραυγαλέα ανημποριά των μυών και των κυττάρων», ψέλλισα. «Δεν είχα καμιά προειδοποίηση, κανένα ανησυχητικό σύμπτωμα. Οι ζαλάδες πρέπει να οφείλονται στην έλλειψη τροφής. Μα άρχισα να τρώω! Μήπως είναι ιδέα; Τι στην οργή μού συμβαίνει;»

(…)

«Τώρα ανακάλυπτα ότι τα πόδια, καθώς και όλο το μυϊκό σύστημα δεν υπάκουαν στις θελήσεις μου.»

(…)

«Ο στόχος να καταρρίψω την παγκόσμια επίδοση του εικοσιτετραώρου, είχε αποτύχει. Κυρίαρχο αίσθημα, η απογοήτευση……»

Στο τέλος του πρώτου εικοσιτετραώρου ο Κούρος διένυσε 163,5 μίλια.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ (κεφ.2)

«Ο χρόνος που περνούσε μακριά από το στίβο, σήμαινε αυτόματα και λιγότερη απόσταση στο ενεργητικό σου. Οι δύο πρώτες ώρες είχαν φύγει σε πλύσιμο, μαλάξεις και άλλα – πρωτόγνωρα- γιατροσόφια.»

(…)

«Χάθηκαν συνολικά κάπου πέντε ώρες με την απομάκρυνση μου από το στίβο. Οι πιο πολλοί από τους άλλους δρομείς συνέχιζαν, μα είχαν καταντήσει κι αυτοί να σέρνονται σαν και μένα.»

(…)

«Έβαλα λίγη βαζελίνη πάνω στις πληγές και ενδιάμεσα στα δάχτυλα όπου είχαν σκάσει. Χωρίς να φορέσω τίποτα επιπρόσθετο, βγήκα προς τον αγωνιστικό χώρο. Δε φοβόμουν τη βροχή – ούτε το κρύο.»

(…)

«Μπήκα στο στίβο κι άρχισα να τρέχω ξυπόλυτος, αποφασισμένος να μη βρέξω τα παπούτσια μου, μιας και δεν είχα περισσευούμενα ζευγάρια.»

(…)

«Οι αστραπές με κατατρόμαζαν, και οι βροντές έσειαν το στάδιο. Ισχυροί άνεμοι ταρακουνούν επικίνδυνα τη σκαλωσιά όπου στηρίζεται το ρολόι του αγώνα. Το στάδιο ξεπλένεται από τις λαδιές, τη σκόνη και την οσμή του ιδρώτα μας, παίρνει ένα γυαλιστερό σκούρο βυσσινί χρώμα. Όσο κι αν η ατμόσφαιρα δρόσισε, η δοκιμασία του καθενός μας έπαιρνε άλλη τροπή. Η παρουσία των νέων καιρικών συνθηκών προκαλούσε την εγρήγορση πολλών αισθητηρίων.»

(…)

«Το πρώτο εικοσιτετράωρο μου έδωσε ένα μάθημα.»

(…)

«Μου στοίχησε πολύ ακριβά, εξόντωσα όλο μου το μυϊκό σύστημα, σηκωβρόντηξα κι έτριψα τα οστά μου, κι άνοιξα διάπλατες πληγές στα δάχτυλα των ποδιών μου με το αλάτι του ιδρώτα μου. Πώς να προχωρήσω τώρα; …… Κάθε λίγο και λιγάκι, αισθάνομαι ζαλάδες που σουβλίζουν το κεφάλι μου. Να κοιμηθώ δεν μπόρεσα, να ξεκουραστώ δε θέλω, συλλογιζόμουν.»

(…)

«Στην επόμενη στροφή, όταν πλησίασα στο χώρο των κριτών, είδα τον κυρ-Γιάννη από τις Καρυές να στέκεται όρθιος πίσω από τις κοπέλες.

-Έμπαινε, Γιάννοο , μου φώναζε με βραχνή, στομφώδη φωνή.

Τον κοίταζα με κατάνυξη και συγκίνηση, μου ερχόταν να κλάψω. Έβλεπε την πάλη μου με το άγνωστο και προσπαθούσε να βρει τρόπους να με εμψυχώσει.»

(…)

«Μέσα στη νύχτα, είχα πάψει να λαχανιάζω. Όμως τα στήθια μου πονούσαν, κι άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως ο ενθουσιασμός μου και η ευεξία μου με σπρώξουν πέρα από τα νήματα της ζωής και βρεθώ αιωρούμενος στο χάος της αβύσσου.»

(…)

«Ήταν μια ώρα σκληρής δοκιμασίας, που ναι μεν με πτόησε, αλλά δε με νίκησε. Με την υπομονή, όλα παρέρχονται.»

(…)

«Αρνούμαι να πεθάνω, αν δεν ξαναγυρίσω μετά από το σωματικό μου θάνατο που τώρα συμβαίνει. Το να διαχωριστείς από την ύλη, να την απομονώσεις και να επανέλθεις σ’ αυτήν, είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να δεχτείς στη ζωή σου. Κι όμως, αυτές οι ακρότητες στις οποίες υποβάλλομαι με αυτόν τον αγώνα, με βοηθούν να το βιώνω κι αυτό.» στοχαζόμουν.»

(…)

«Τα ξημερώματα, ο Μένιος μ’ έβαλε σε μια καρέκλα και κάρφωσε από μια βελόνα στο κάθε μου καλάμι. Πονούσαν αρκετά, μα έμαθα να τρέχω και με βελόνες στα πόδια.

Γύρω στις δέκα το πρωί, άρχισα να καταλαβαίνω πως τα πόδια μου δεν πήγαιναν άλλο. Οι τετρακέφαλοι μου είχαν σφίξει τόσο πολύ, που πονούσαν σαν να με έσφαζαν. Τα γόνατα είχαν διογκωθεί, όπως επίσης και τα καλάμια μου. Στους ταρσούς είχαν δημιουργηθεί τραύματα, τα οποία είχαν προκαλέσει μεγάλο πρήξιμο και στις πατούσες.»

(…)

«Περπάτησα τρεις ολόκληρες στροφές χωρίς να μπορέσω να αποτραβήξω το νου μου από τα σχισμένα μου δάχτυλα και τη μυϊκή μου ατονία. Πριν συμπληρώσω την τέταρτη στροφή, βγήκα από το στίβο και κατευθύνθηκα προς τη σκηνή μας.

 -Θέλεις να ξαπλώσεις… να κάτσεις; ….

 -Κοίταξε: έχω γίνει δύο κομμάτια, εννοώ, ποιον απ’ τους δύο εαυτούς μου. Ο ένας θέλει να ξαπλώσει – και μάλιστα, για πάντα – κι ο άλλος θέλει μουσική. Τώρα, λοιπόν, μιλάω εκ μέρους αυτού που θέλει να ακούσει κανένα τραγούδι. Του αλλουνού τη φωνή προσπαθώ να μην την ακούω, γιατί με βασανίζει.»

(…)

«Καθώς ο ήλιος ψήλωνε στο στάδιο, ο καύσωνας γινόταν αφόρητος. Οι περισσότεροι από μας τρεκλίζαμε σαν «απολωλότα πρόβατα.»

(…)

«Κάθε σταγόνα από ίδρωτα που κατρακυλούσε στο σκισμένο μου δέρμα, ήταν κι ένα πριόνι που ροκάνιζε τη σάρκα μου ως το μεδούλι. Αισθανόμουν τις φλέβες μου να μεταδίδουν αυτή τη φρίκη γρήγορα και επαναληπτικά προς τον εγκέφαλο. Αυτός ο πόνος δεν ξεπερνιόταν με κανένα γιατροσόφι. Έπρεπε να σταματήσω, να κοιμηθώ και να τον ξεχάσω προς στιγμή. Η καταπόνηση όλων των μελών του σώματος ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου.»

(…)

«Τελειώνοντας το δεύτερο εικοσιτετράωρο, με ενημέρωσαν ότι είχα σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ του Zabalo κατά έξι μίλια. Αυτό με έκανε να σκέφτομαι σοβαρά πια τη συνέχεια της πορείας μου. Μα πώς να ξεπεράσεις τη νέκρα που έχει επικρατήσει σε όλο το μυϊκό σύστημα και στο σκελετό;»

Στο τέλος του δεύτερου εικοσιτετραώρου ο Κούρος διένυσε 103 μίλια.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ  ΦΩΣ (κεφ.3)

«Ο χρόνος και τα τραύματα φάνταζαν αξεπέραστα. Πού να τολμήσεις να φανταστείς ότι θα επιδιώξεις να συνεχίσεις έτσι όπως είσαι! “Είμαι στο χείλος του γκρεμού, στο χείλος του Ζαλόγγου”, είπα με το νου μου, καθώς σφάδαζα και έκλαιγα από τους πόνους.

  • Ότι, έχεις κάνει μέχρι τώρα, δίνει τεράστια αίγλη στην Ελλάδα και μας γεμίζει υπερηφάνεια και ικανοποίηση. Καλύτερα, λοιπόν, να σταματήσεις, μου πρότεινε ο Μένιος.
  • Μόνο αν πέσω κάτω και δεν μπορώ να σηκωθώ με τίποτα, τότε θα σταματήσω αναγκαστικά, του απάντησα.»

(…)

«Σε μια στροφή, με πλησίασε ο Μένιος και μου είπε:

  • Ξέρεις ότι οι συναθλητές σου σου βγάλανε και παρατσούκλι;
  • Ναι; Αυτό μας έλειπε τώρα! Δε φτάνουν τόσες ιδιότητες που υποδυθήκαμε; Και πώς με ξαναβάφτισαν, παρακαλώ;
  • “Μικρό Θεό”. Μη μου πεις ότι δε σου αρέσει!, είπε και περίμενε την απάντηση μου.

Η λέξη «θεός» ξαναήρθε στο νου μου και είπα μέσα μου: «Θεός είναι ο Χρόνος. Δεν μπορείς να τρέχεις πιο μπροστά απ’ αυτόν, ούτε πιο γρήγορα.»

(…)

«Αν ζούσε ο Λυκούργος, θα με πέταγε από τον Καιάδα, έτσι, όπως κατάντησα. Ευτυχώς που είμαι Αρκάς και δεν ανήκω στη δικαιοδοσία του. Μα παλεύω όπως ξέρω: αρκαδικά και σπαρτιατικά……»

(…)

«Η σωματική κίνηση γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Τα πόδια μου μοιάζαν με κούτσουρα που έφραζαν το στόμιο μιας νοερής καταβόθρας : ούτε σηκώνονταν να ατενίσουν τον ουρανό ξανανιωμένα, ούτε πιο κάτω πηγαίνανε για  να σωριαστούν στο χάος το απύθμενο. Κυλούσε από πάνω τους ένα αστέρευτο ποτάμι από χιλιόμετρα και τα έδερνε αλύπητα. Έτσι σφιχτός και πιασμένος όπως ήμουν, ένιωθα και μια στρυφνή γεύση στα χείλη μου. Κουλούριαζα σαν το σκαντζόχοιρο τα δάχτυλα των ποδιών μου, παρόλο που κινδύνευα να πάθω πλατυποδία από το ασταμάτητο χτύπημα στο έδαφος. Με το μάζεμα των δαχτύλων, αυξάνονταν και οι πιθανότητες για κράμπες.»

(…)

«Γύρω στις έντεκα τη νύχτα, πλησίαζα την παγκόσμια επίδοση των τριακοσίων μιλίων. Μια επική φλόγα αναπήδησε από τα σωθικά μου. Ζούσα σαν να βρισκόμουν σε συλλαλητήριο με λάβαρα, σαν σε πόλεμο με σημαίες. Να ΄τανε να με συνοδεύαν και στην υπόλοιπη ζωή αναλαμπές αυτού του σφρίγους!»

(…)

«Πήρα στα χέρια μου μια σημαία με ένα τεράστιο κοντάρι και συνέχιζα να τρέχω καλπάζοντας, σαν να άρχιζα εκείνη τη στιγμή. Τα χέρια μου, που είχαν “κρεμάσει” ως εκείνη την ώρα, πήραν μυθική δύναμη. Τα πόδια μου, που ήσαν ξερά και ασήκωτα, “έβαλαν φτερά” . Πού τη βρήκα τη δύναμη και σήκωσα αυτό το κοντάρι! Δεν πίστευα στα μάτια μου. Όχι μόνο το σήκωσα, αλλά και κάλπαζα και το κουνούσα για να κυματίζει η σημαία. Τα γόνατα σηκώθηκαν, άρχισα να “πετάω”! Κάποια επική ψυχή πρέπει να μπήκε μέσα μου. Άρχισα να καλύπτω τη μία στροφή μετά την άλλη σε ανείπωτη ταχύτητα. Προσπερνούσα τους συναθλητές μου σαν άνεμος, μου φαινόταν ότι έμεναν ακίνητοι, μα άλλοι έτρεχαν κι άλλοι περπατούσαν. Σίγουρα θα έλεγαν μέσα τους: “Μα τι του συνέβη αυτουνού; Ποιοι Θεοί και δαίμονες τον πείραξαν;” Πέτυχα 59ωρ.18΄14΄΄ .»

(…)

«Είχε ξημερώσει χωρίς να το καταλάβω. Σκέφτηκα ότι πέρασε όλη η νύχτα χωρίς ύπνο, και θα έπρεπε να κοιμηθώ. Αφού μπορείς να στοχάζεσαι και να ονειρεύεσαι εν κινήσει – και μάλιστα, ακόμα και την μέρα – τι τον θες τον ύπνο; Άσ’ τον να διεκδικήσει τη θέση του όταν το επιθυμήσει….»

(…)

 «Όλες μου οι αθρώσεις πονούσαν, εκτός από τους βραχίονες. Μου ΄ρχόταν όμως να βαρέσω στη διαπασών μέσα στα μηλίγγια μου το “σώπα όπου να ΄ναι θα σημάνουν οι καμπάνες”, κι ας έσπαζαν τα πόδια μου από το βάρος του ενθουσιασμού και της ανατριχίλας. Ποιος ξέρει τι έχω στο κεφάλι μου! Ποιος μπορεί να νιώσει τι κληρονομιά και τι βιώματα κουβαλάω! Πριν, αναρωτιόμουν τι ήταν άραγε εκείνο το οποίο μου προκαλούσε την έλξη και μου έδινε την ανυπέρβλητη ώθηση, μα τώρα βρήκα μερικά κλειδιά για να ανοίξω την αποθήκη του μυστηρίου.»

(…)

« Ίσως σε τούτο τον αγώνα δεν τρέχω μόνος μου. Τρέχουν μέσα μου όλοι μου οι πρόγονοι, κι έτσι τούτη η λεβεντιά είναι ασύνειδη, και δεν πρέπει να καυχιέμαι υπέρμετρα, γιατί δεν είναι ολότελα δική μου. Είναι πιο πολύ δική τους, εμφυτευμένη στις φλέβες μου….»

(…)

«Βαθιά στα έγκατα του υποσυνειδήτου μου κατοικούν βοσκοί με φλογέρες, αρματολοί με σκουριασμένα τουφέκια, μοιρολογίστρες με μακριά σαγόνια και μακρόσυρτες φωνές, ηλιοκαμένοι ψαράδες, αεικίνητοι θεριστές και τρυγητάδες, βυζαντινοί ψαλτάδες με το κρασί να τρέχει γάργαρο στο λαιμό για κάθε επιτραπέζια εξύμνηση των κάθε λογής Διγενήδων……»

Στο τρίτο εικοσιτετράωρο ο Κούρος διένυσε 91 μίλια και κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ των τριών ημερονυκτίων τρέχοντας 357 μίλια.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ  ΜΕ  ΤΑ  ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ  ΓΝΩΡΙΣΑ  ΤΗ  ΛΑΜΨΗ (κεφ. 4)

«Οι συνεχείς παγκόσμιες επιδόσεις με είχαν λίγο μεθύσει, αλλά δεν κατάφεραν να με αποπροσανατολίσουν.»

(…)

«Καμιά δεκαριά Ελληνόπουλα, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν μεγαλύτερα από μένα σε ηλικία, εμφανίστηκαν γύρω από το κιγκλίδωμα και άρχισαν να με χειροκροτούν και να με ενθαρρύνουν. Ήσαν μερικοί ποδοσφαιριστές και φίλαθλοι του “Ερμή” Νέας Υόρκης, οι οποίοι κάθησαν αρκετές ώρες στην κερκίδα για να μου κάνουν συντροφιά. Ήταν μια πνευματική συμπαράσταση που με συγκινούσε. Έπαιζαν μουσική με τα παραδοσιακά μας όργανα και τραγουδούσαν για να μου δίνουν κουράγιο. Όταν περνούσα από μπροστά τους, χτυπούσα την φτέρνα του παπουτσιού μου για να τους δίνω σήμα ότι συμμετείχα. “Όοπαα!” έκανα και άνοιγα το διασκελισμό μου, μιας και τεντωνόταν το πόδι μου από το χτύπημα και το κέφι.»

(…)

«Ήταν τόσο άβολα να τρέχω χωρίς παπούτσια…….»

(…)

«Συνέχισα να περπατάω, χωρίς καμία δυνατότητα για τρέξιμο πια…….»

(…)

«Αργότερα, μου έφεραν ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια, τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα για μένα…. Φόρεσα τα μεγάλα παπούτσια κι άρχισα να περπατάω σαν πάπια. Δοκίμασα να τρέξω, και, σιγά σιγά… “έστρωσα”.»

(…)

«Άραξα δίπλα στα κάγκελα, σαν τυμπανισμένο σκυλί που ψοφάει……»

(…)

«Ένιωσα ένα βαθύ πόνο πίσω από τους βολβούς των ματιών μου. Νόμισα ότι θα΄χανα τα λογικά μου, πίστεψα ότι θα΄χανα το φως μου. Καταλάβαινα ότι έσβηνα. Τα χρειάστηκα! Αναστήθηκε μέσα μου μια φράση που ήταν νεκρή από χρόνια στο λεξιλόγιό μου : “Ήγγικεν η ώρα!”…..»

(…)

«…..Πες πες, κι αφού είδα κι απόειδα, το δέχτηκα. Βρήκαν ένα μεγάλο πλαστικό δοχείο σκουπιδιών, το γέμισαν πάγο, λίγο νερό, και βούτηξα μέσα τα πόδια μου. Ο πάγος μπήκε βαθιά στο αίμα, τον ένιωσα απ΄τις πληγές μου. Ούρλιαζα σαν γουρουνόπουλο που το σφάζουν….»

(…)

«….. πήρα τα δικά μου παπούτσια στο χέρι.

  • Πού είναι το ψαλίδι; Ρώτησα…..

…….Σε λίγο, μου έφερε το ψαλίδι, κι άρχισα να κόβω το μπροστινό μέρος του δεξιού παπουτσιού μου στα όρθια. Ύστερα, ψαλίδισα το αριστερό παπούτσι πιο βαθιά….»

(…)

«Πάντα αναρωτιόμουν για το δυναμικό της ανθρώπινης φύσης. Να μια ευκαιρία να βρω πού φτάνουν τα άκρα της. Και να δεις που θα διαπιστώσω πόσο ναρκωμένη είναι η πάστα μας. Ήρθε ο καιρός να ανατραπούν μερικά δόγματα, ν’αλλάξουν, να διευρυνθούν, να γίνουν καθολικές αλήθειες. Αρκετά βολευτήκαμε στην αδράνεια, στην αποδοχή, στην απάθεια. Η τεχνολογία κάνει άλματα προς τα μπρος, μα η ανθρώπινη μηχανή εκφυλίζεται. Τίποτα δεν είναι απόλυτα καινούργιο, όλες οι αρετές και οι δυνάμεις βρίσκονται μέσα μας ίσως σε λήθαργο, μα βρίσκονται. Δεν είναι επινόηση, ούτε θεωρία, είναι αρχή. Διαπίστωνα ότι έχουμε, αλήθεια, απαράμιλλο σθένος, μα πώς μπορούμε να το καταστήσουμε διαρκές;»

(…)

 «Τούτος ο αγώνας θέλει το εσωτερικό σου είναι. Το εξωτερικό σου είναι ψεύτικο, είναι υποκριτικό. Έκανα αυτόν τον αγώνα, όχι για να κερδίσω τίποτα, μήτε για να πονέσω πιότερο. Τον έκανα μόνο και μόνο για να νιώσω την ομορφιά του αγωνίζεθαι, το μεγαλείο της πάλης με τα στοιχεία της φύσης και με τις αφηρημένες έννοιες, της πάλης με την απεραντοσύνη και τη μηδαμινότητα.»

(…)

«Από το νου μου περνούσε η μυθική ζωή της Αρχαίας Αρκαδίας. Αχ, να μπορούσα να συναγροικήσω παρέα με τις μούσες, τους γλυκούς ήχους απ΄το μεθυσμένο αυλό του Πάνα! Να μαγευτώ κι εγώ, κι ας κοιμηθώ αθάνατα!»

(…)

«Μέσα στη νύχτα, στρίγκλισε η ξέφρενη, μα παραπονιάρικη τούτη τη φορά, φωνή του αρκαδικού θεού Πάνα.

  • Τρέχα και παράγγειλε στους νοήμονες όλου του κόσμου πως όσοι ξεχνάνε την παράδοση τους, δεν πετυχαίνουν τίποτααα! Εεε, και πού ’σαι ( Κείνη τη στιγμή, ανατρίχιασα και κρύωνα πιότερο.) Πες τους ακόμα πως, στην Αρχαία Αρκαδία, οι δούλοι και οι άρχοντες ήταν ένααα! Όσοι χωρίζουν τους ανθρώπους σε κοινωνικές τάξεις, δεν είναι δίκαιοι άνθρωποι, ούτε ευτυχούνεεε!»

(…)

«Απέμεναν σχεδόν δυόμισι εικοσιτετράωρα, και, ή θα έπρεπε να εγκαταλείψω, μιας και αδυνατούσα να κινηθώ, ή θα έπρεπε να βρω τρόπο να τρέξω, για να μη με φτάσουν οι άλλοι και χάσω αυτή την ανεπανάληπτη ευκαιρία για μια φανταστική και πολυσήμαντη νίκη.»

(…)

«Όσο προχωρούσε ο αγώνας, τόσο αύξαινε και η όρεξη μου για τροφή. Άρχισα να καταβροχθίζω πατάτες, φρούτα και λαχανικά με απληστία, διπλασιάζοντας την ποσότητα στην οποία είχα επαναπαυτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Φυσικά, ένιωθα να γιορτάζω κάποιο γεγονός όταν μου έφερναν κανένα ελληνικό γλυκό, όπως μπακλαβά και καταΐφι. Ο ανεφοδιασμός με ελληνικά γλυκά με τόνωσε κάπως, και άρχισα να βρίσκω το κέφι μου.»

(…)

«Είχα βρει το ρυθμό μου και την αποφαστιστικότητα μου, όταν άρχισε να αστράφτει και να ξαναμπουμπουνίζει από πιο κοντά.»

(…)

 «Τούτη όμως η βροχή και η πλημμύρα είναι χειρότερη, μα δεν πρέπει να με νικήσει, δεν πρέπει να με ακινητοποιήσει. …..τώρα, μιλούν οι στόχοι, η καρδιά, η θέληση. Δεν μπορεί να με νικήσει η φύση, θα την παλέψω, δε θα παραδοθώ. Έτσι πάλευα και στην Τρίπολη. Στην Τρίπολη, ο πανικός άρχιζε από τον Οκτώβριο. Σαν το σπουργίτι, παρακολουθούσες τον ήλιο να σβήνει όλο και πιο νωρίτερα, κι έτρεμες όλη τη νύχτα, μέχρι, επιτέλους να ξημερώσει, Από τις αρχές του Νοεμβρίου μέχρι και τον Απρίλιο, η γη σκεπαζόταν από πάγο. Η δραστηριότητα ήταν το σωσίβιο. Το παιχνίδι, η έγνοια του έρωτα μου, ο αθλητισμός και άλλες εργασιακές περιπέτειες με κράτησαν, μου πρόσφεραν επιβίωση, όχι το φαγητό, ούτε η θαλπωρή. Το κυνηγητό με έσωσε, το κυνηγητό σε κάνει να αψηφάς επίγειες ανάγκες και αγαθά, να μεθάς με τη σκέψη, με την έμπνευση και με τη μεταφυσική…..Ο αθλητισμός σε υποκινεί, προσφέροντας σου μιαν ασίγαστη δίψα για αυτογνωσία. Στην εφηβεία, αισθανόμουν πολλές φορές έρημος, άλλά, με τον αθλητισμό, αφθονούσε η αίσθηση της αυτοπεποίθησης. Έτσι, κάθε φορά που οραματιζόμουν κάτι, “έπεφτα με τα μούτρα” για να το κατορθώσω.»

(…)

«Αισθανόμουν ότι οι πληγές μου κάτω από τα δάχτυλα είχαν μαλακώσει από το νερό και δεν πονούσαν πια.. Το χρώμα των πελμάτων, άσπρο σαν γάλα…. Ζήτησα να μου φέρουν βαζελίνη για να αλείψω τα δάχτυλα ……»

(…)

«Τη βροχή τη διαδέχτηκε και πάλι ο καυτός ήλιος. Άρχισα να πετάω ότι μακρυμάνικο και επιπρόσθετο είχα φορέσει τις τελευταίες νυχτερινές ώρες με την κρυάδα. Έμεινα μ’ένα κοντομάνικο φανελάκι, που κι αυτό ξεράθηκε απάνω μου μετά από λίγο. Όλα μας τα υπάρχοντα ήσαν μούσκεμα. Τα ρούχα με τα οποία αλλάζαμε, στέγνωναν πάνω μας ….»

(…)

«Άρχισα να πονάω στο πίσω μέρος, στο σημείο κάτω από τη λεκάνη και στις προσφύσεις των ανταγωνιστών μυών και των γλουτιαίων.»

(…)

«….η κοιλιά μου ξεχώριζε από το υπόλοιπο σκελετωμένο σώμα σαν καρούμπαλο.»

(…)

«…..είχα την προαίσθηση ότι θα λιποθυμούσα…… “Ας κάνω υπομονή ως τις δώδεκα, να συμπληρωθεί κι αυτό το εικοσιτετράωρο, και μετά ας ζαλιστώ. Έτσι κι αλλιώς, θα πέσω για ύπνο, κι αυτή τη φορά, από ότι βλέπω, δε θα μου γλιτώσει, θα κοιμηθώ.”…»

Στο τέταρτο εικοσιτετράωρο ο Κούρος διένυσε 89 μίλια.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

ΣΚΙΡΤΗΜΑΤΑ  ΜΙΑΣ  ΑΛΛΗΣ  ΖΩΗΣ (κεφ. 5)

«Ήταν η πρώτη φορά που είχα κατορθώσει να αποκοιμηθώ για δύο ώρες μετά από τόσες απώλειες ωρών τις τέσσερις προηγούμενες μέρες, όπου δοκίμαζα να ξεκουράζομαι τέσσερις ώρες το μεσημέρι και μία τη νύχτα. Μετά τον ύπνο, αισθάνθηκα πολύ δυνατός και πολύ εξασθενημένος. Δεν είχα δύναμη ούτε να κουνήσω το χέρι μου. Το κορμί υπολειτουργούσε, κινιόταν αργά, όπως ενός γέρου εκατόν είκοσι χρονών, που δεν μπορεί πια να κουνήσει τίποτα. Εντούτοις, η απόφαση να συνεχίσω, ερχόταν υποσυνείδητα και κατασταλαγμένα, χωρίς βαρυσήμαντες δηλώσεις και τυμπανοκρουσίες, λες και δεν ακολουθούσα τη θέληση μου, παρά τις εντολές κάποιου ένθετου μέσα μου στρατηγού. Όταν το υποσυνείδητό σου τρέχει, εσύ δεν μπορεί να κοιμάσαι»…»

(…)

«Μετά από φυσιοθεραπεία, μετά από κάποιο ξέπλυμα, μετά από ύπνο, γενικά μετά από κάθε παύση, καμία κίνηση δεν γινόταν. Το σώμα ήταν σε μια κατάσταση σαν να βρισκόταν σε νάρκη για μήνες. Ξυπνούσε, έβλεπε τον κόσμο γύρω του, μα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Δοκιμάζοντας να ξεκινήσω, καθηλώθηκα μπροστά από μια σκηνή με φρικτούς πόνους, σαν να έπαθα εκατοντάδες θλάσεις μεμιάς. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Έβαλα τα κλάματα, καθώς η ιδέα ότι είχα αποτύχει, κυρίευε όλο και πιο πολύ το σαλεμένο μου μυαλό.»

(…)

«.. Ήταν η δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου, καθώς είχε εξατμιστεί και η τελευταία ρανίδα του ηρωισμού μου…»

(…)

«..Μετά από λίγη ώρα, σηκώθηκα, καθώς δεν ήθελα να γίνω θέαμα συντριβής…»

(…)

«..Τα  μετέωρα βήματα γίνονταν σιγά σιγά όλο και πιο σταθερά, πιο σταθερά, πιο γρήγορα, πιο σίγουρα για το τι θα επακολουθούσε…»

(…)

«Το αίσθημα του πόνου ήταν ανύπαρκτο, είχε κατασταλεί…»

(…)

«Εκεί που την πρώτη ημέρα δεν μπορούσα να κάνω στροφές κάνω στροφές κάτω από 90 δευτερόλεπτα, τις έκανα τώρα με νεκρό σώμα. Τέσσερις, έξι, οχτώ, όσες ήθελα. Τι είναι, βρε παιδί μου, η αυθυποβολή! Σε κάνει θηρίο, υπεράνθρωπο.»

(…)

«Η δική μου λογική λέει ότι πρέπει να συνεχίσω να σέρνομαι για να καλύπτω χιλιόμετρα, μα η καρδιά μου θέλει ένα διάλειμμα, μια αναστολή στη διαρκή πίεση. Ας ακούσω και την καρδιά, όλα είναι χρήσιμα στον άνθρωπο…»

(…)

«… Η ώρα , μόλις πλησίαζε δύο τη νύχτα. “Άνοιξαν” πάλι οι ουρανοί, σκορπίζοντας το φόβο και την αβεβαιότητα….. Έπρεπε να ενεργοποιηθώ και να διανύω απόσταση, γιατί με τη βροχή ήταν αβέβαιη η εξέλιξη.»

(…)

«…πετούσα με τη φαντασία μου στις μηλιές της Μαντινείας, στις λεμονιές της Σπάρτης, στις κερασιές της Τεγέας και στις βυσσινιές του Στενού.»

(…)

«Το νερό σκέπασε τους αχίλλειους τένοντες και πλησίαζε τις γάμπες. Αθλητές και κόσμος διαλύθηκαν σιγά σιγά, απομακρυνόμενοι στα καταφύγια τους. Η μπόρα περόνιασε μέχρι το κόκαλο, κι όμως δεν έλεγα να φύγω…»

(…)

«Ένιωσα ένα φτερούγισμα να αγγίζει τα σωθικά μου, σαν αναλογίστηκα το γιγάντιο αγώνα της φυλής μου από την αρχαιότητα ως σήμερα. “Δεν τρέχω μόνος μου”, ψιθύρισα. “Μαζί μου τρέχουν οι παππούδες μου, οι προπαππούδες, αρματολοί, βυζαντινοί Διγενήδες, αρχαίοι, ομηρικοί ήρωες, Πελασγοί, Προέλληνες. Με ταρακουνούν μέσα μου οι φωνές τους, νιώθω το αίμα τους, τις φλέβες τους και τις γροθιές τους.”…»

(…)

«Σκεφτόμουν ότι αυτός ο αγώνας με έσπρωχνε σε ανυποψίαστες ανακαλύψεις, θεμελιώδεις και επικουρικές, με οδηγούσε στην επίγνωση του τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος κάτω από την επίδραση της τραγικότητας και μέσα από την πεισματωμένη και σφορδή διαμαρτυρία. Κι αυτό το οποίο ενατενίζουμε, δεν είναι η εκδίκηση, είναι, κυρίως, η δικαίωση, που την αναζητάει μια βαθιά, πρωτόγονη ανάγκη, η οποία αναβλύζει από τα έγκατα των κυττάρων μας.»

(…)

«Μέσα από τη συνεχή δυσκολία στην αναπνοή, έχασα και τη φωνή μου.»

(…)

«Στο ένα χέρι κουβαλούσα το ραδιοκασετόφωνο, και με τ’άλλο είχα γεμίσει μια χούφτα από “τσιμπήματα”, για να μασουλάω και να παίρνω θερμίδες.»

(…)

«Μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, είχαν φωνάξει τη Laura για να μου κάνει μαλάξεις. Πήγα στον πάγκο και ξάπλωσα. Τα μάτια μου έβλεπαν κατάματα τον ήλιο. Οι φίλοι μου έβγαλαν τα παπούτσια και τη φανέλα.»

(…)

«Μετά απ’ αυτή τη φυσικοθεραπεία, η οποία ήταν ευπρόσδεκτη, προσπαθούσα να αυθυποβληθώ με εσωτερικές προσταγές. “Πες ότι είσαι ο πιο ατρόμητος άνθρωπος στον κόσμο. Δε φοβάσαι το θάνατο, δε φοβάσαι τον πόλεμο, δε νιώθεις τους τραυματισμούς. Σκοπός σου είναι η κατάκτηση του υψώματος. Πρέπει να ανεβαίνεις συνεχώς, δεν έχει σημασία αν σέρνεσαι ή αν κουτσαίνεις. Πάρε το λάβαρο των ιδανικών σου κι ανέβα να το στήσεις στην κορυφή”…»

Στο πέμπτο εικοσιτετράωρο ο Κούρος διένυσε 94 μίλια.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

Η  ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ  ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ (κεφ. 6)

«Πόσο υπερφυσικό σφρίγος προσφέρει, αλήθεια, το όραμα του τερματισμού! Ο καθένας έδινε τον καλύτερο εαυτό του, για να πετύχει ότι δεν κατόρθωσε για πέντε μέρες, κι ένα έξαλλο μελίσσι σκορπίστηκε στο στίβο, λες και δόθηκε εκκίνηση σε άτομα που δεν είχαν καμιά σχέση με μας τους εξαντλημένους, λες και άρχιζε ένας καινούργιος αγώνας με νέους αθλητές.»

(…)

«Μια εσωτερική προτροπή “δίνει λάδι στο φιτίλι”. “Τρέξε, κάνε δυο ανοιγματάκια, μετά, θα πάρει μπροστά η μηχανή. Στην αρχή, αναβοσβήνει. Μετά, τροφοδοτείται με καύσιμα. Θετικές σκέψεις – έτσι μπράβο! Αυτό χρειάζεσαι!” Χωρίς παπούτσια, και με μόνο κάλυμμα τις κάλτσες, πήρα την απόφαση να τρέχω όλο το απόγευμα, μέχρι να πιάσω τα 576 μίλια.»

(…)

«Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή…ακουγόταν στ’αφτιά μου, παραπονεμένη, η φωνή της Αλεξίου. Άκουγα αυτά τα λόγια πέντε ολόκληρα μερόνυχτα κι έλεγα : “Δε θα ΄ρθει η ώρα να ξημερώσει ποτέ Κυριακή;” “Να, όμως, που πλησιάζει η ώρα, και μου φαίνεται σαν όραμα. Πότε πέρασαν πέντε ολάκεροι ήλιοι και πέντε ολάκερα φεγγάρια;” αναλογιζόμουν.»

(…)

«Γύρω στις τρεις τη νύχτα, εγκατέλειψα το στάδιο για να αναπαυτώ ……»

(…)

«Όταν ξαναβγήκα στο στίβο….. Θυμήθηκα τις διατατικές ασκήσεις κι άρχισα να κουνάω πρώτα τα χέρια, που δεν είχαν και τόσο δεινοπαθήσει. Μετά, γύριζα σιγά σιγά και περιστροφικά τη μέση μου,αισθανόμενος νε με τραβάνε αρκετοί μύες από τα πόδια. Ζήτησα τη βοήθεια των άλλων για να κάνω καμιά δίπλωση, χωρίς να κινδυνεύω να σωριαστώ στο tartan. Παρέμεινα εκεί πολλή ώρα, κάνοντας ασκήσεις.»

(…)

«Άρχισα λοιπόν μουδιασμένα το ρυθμικό χορό της απόγνωσης. Βάδιζα, κουνούσα τα χέρια και ξαναβάδιζα. Ύστερα έτρεχα 15-20 μέτρα με αφόρητους πόνους και δαγκωμένα χείλη, και πάλι βάδιζα. Σιγά σιγά, η απόσταση που κάλυπτα με το τροχάδην, γινόταν μεγαλύτερη, ενώ μίκραινε εκείνη του βαδίσματος, μέχρις ότου βρήκα τον ωθητικό ρυθμό μου και δε χρειαζόταν πια να περπατάω.»

(…)

«Όσο χάραζε η μέρα, έφευγε και η τάση για έναν δεύτερο ύπνο.»

(…)

«Τούτη η ανατολή ήταν διαφορετική από εκείνες των άλλων ημερών. Ήταν ροδοκόκκινη, σαν την πανσέληνο που αναδύεται σε αιγαιοπελαγίτικο νησί.»

(…)

«Αισθανόμουν τα πόδια μου πολύ βαριά και δυσκίνητα. Αποφάσισα να καθήσω στην καρέκλα που τόσο προκλητικά με περίμενε μέρες τώρα, και την περιφρονούσα.»

(…)

«Ο ήλιος είχε ζεστάνει πια, κι εγώ, με πρησμένους τους αστραγάλους, ξαναφορούσα τα διαλυμένα παπούτσια μου…….»

(…)

«Άρχισαν σιγά σιγά να γεμίζουν οι κερκίδες από σχολικές τάξεις ή διάφορα κολέγια. Τιτίβιζαν οι παιδικές φωνούλες, πλημμυρίζοντας κάθε σκαλοπάτι της κερκίδας από ζωντάνια.»

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

«Λίγο μετά τις εννέα και μισή το πρωί, ήμουν έτοιμος να πραγματοποιήσω το υπέρτατο κατόρθωμα.»

(…)

«Κάμποσα Ελληνόπουλα μπήκαν στο στίβο κι άρχισαν να τρέχουν στους εξωτερικούς διαδρόμους με μια τεράστια γαλανόλευκη σημαία. Την κρατούσαν ψηλά, με καμάρι.»

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

«Στη λιγότερο από μια ώρα που απέμενε, όλοι οι αθλητές, έχοντας επίγνωση του μοναδικού αυτού αγώνα στον οποίο είχαμε παίξει όλοι το ρόλο της ώθησης για το σπάνιο και το ασύλληπτο, με γενναίο και υψηλό φρόνημα, δίναμε συνειδητά όλο μας το είναι στην επισφράγιση του σπουδαιότερου εξαήμερου αγώνα του εικοστού αιώνα.»

(…)

«Ο εκφωνητής ζούσε έξοχα τον ενθουσιασμό μας, καθώς περιέγραφε τις κινήσεις  μας. Για μια στιγμή, με φανερή συγκίνηση από την έντονη προσπάθεια μας, σταμάτησε να μεταδίδει από προφανείς λυγμούς. Το στάδιο ήταν πια κατάμεστο από πλήθος θεατών, οι οποίοι χειροκροτούσαν όρθιοι και για πολλή ώρα.»

(…)

«Όταν απέμεινε μόνο ένα λεπτό για τον τερματισμό……Καλπάζαμε για να προλάβουμε! Μεικτά αισθήματα απόγνωσης και ηρωισμού τραβούσαν την καρδιά μας με επιτάχυνση. Παίρναμε τις στροφές με φούρια και με κλίση προς τα μέσα, και ορθώναμε το κορμί στις ευθείες…9,8,7,6,5,4,3,2,1…

Ειλικρινά, μια τέτοια στιγμή την ένιωθα ως πολύ ανώτερη από το να είχα πάρει δέκα φορές ολυμπιακό μετάλλιο. Αυτή η ανακούφιση και η δικαίωση ήταν μεγαλύτερη από κάθε τρανή επιβράβευση.Δεκαετίες μόχθου και πάλης βρήκαν το ορόσημο τους σε τούτη τη λαμπρή στιγμή, σ’αυτό το ολοκαύτωμα, κι αν όλες οι προσπάθειες απέδωσαν καρπούς, ήταν επειδή είχαμε σκληρό και ανυποχώρητο από όλες τις πλευρές συναγωνισμό. Αυτές οι μυθικές επιδόσεις δε θα μπορούσαν να είναι εφικτές, αν οι συναγωνιστές μου δεν ήσαν τόσο αγέρωχοι, γενναίοι και έμπειροι μαχητές. Δεν είναι μόνο η δική μου προσφορά που συνετέλεσε στο να αναγάγει αυτό το εξαήμερο σε σημαντικό γεγονός. Όλοι αποτέλεσαν εφαλτήρα για να δημιουργηθούν υπερανθρώπινα πράγματα. Όλοι υπήρξαμε κολοσσοί του απαράμιλλου σθένους. Όλοι γινήκαμε τιτάνες της Απόστασης.»

(…)

«Ο εκφωνητής, που ξαναβρήκε λίγο τον εαυτό του, ανακοίνωσε πρόχειρα τους τρεις πρώτους νικητές.

  1. Yiannis Kouros, 28, Greece 635 miles
  2. Ramon Zabalo, 36, France 581 miles
  3. George Gardiner, 42, USA 554 miles»

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

«Θέλω να γκρεμίσω το μύθο που θέλει τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων να τρέχουν μηχανικά. Στην πραγματικότητα, αυτός ο μύθος δεν είχε ποτέ καμία βάση, ιδιαίτερα σε μας τους δρομείς, στους οποίους είναι εμπεδωμένο ότι είναι εκ των πραγμάτων γκρεμισμένος. Επειδή, όμως, ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει δεχτεί την αντίληψη του “μηχανικού τρεξίματος”, προσπαθώ να ανατρέψω αυτή την ιδέα, όχι μόνο γιατί δε συμβαίνει, αλλά και για να πάρει ο ενδιαφερόμενος μια γεύση από τα εσωτερικά δρώμενα, τα οποία εκφράζω από ψυχολογική κυρίως σκοπιά:  όταν πάψει ο νους να σκέφτεται και να αντλεί δυνάμεις εμπνεόμενος, και ιδιαίτερα όταν το κορμί “τα έχει μπήξει”, μόνο βουλητικά μπορεί να κινητοποιηθεί, Αψήφησα πολλές συστολές και αναστολές για να ξεπεράσω τη σιγή μου και να περιγράψω τις εσωτερικές συγκρούσεις, για να μπορέσει να συλλάβει ο “απ’έξω”, ο θεατής-αποδέκτης ή ο αναγνώστης τι διαδραματίζεται στο νου και στην ψυχή-αισθήσεις, υπεραισθήσεις – ενός δρομέα από τις αρνήσεις του κορμιού.»

Ο Γιάννης Κούρος ολοκλήρωσε τον αγώνα σπάζοντας 16 παγκόσμια ρεκόρ. Έτρεξε 1.022 χιλιόμετρα και έκανε 2.558 στροφές σε στίβο με περίμετρο 400μ.

Οι περιγραφές για τις επιπτώσεις μετά τον αγώνα στο σώμα του είναι συγκλονιστικές!!

«Χρειάζομαι έναν ύπνο 24 καρατίων….άψογο και τέλειο από κάθε άποψη..»

(…)

«…..κάτω από τα δάχτυλα, εκεί που κρέμονταν κομμένες και ξεραμένες σάρκες, οι οποίες μάτωναν με το παραμικρό….»

(…)

«Περπατούσα σαν να ήμουν σακάτης υπεραιωνόβιος…»

Πηγές:
 ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου

  • Μάριος Τσέλλος (Φοιτητής στο Southern Maine Community College στο τμήμα Sports Management).

 

The Six Day Run Of The Century

One of Giannis Kouros most important races was the six-day race where he was victorious in 1984 at the Dowing Stadium on Randall’s island in New York, during which he broke 16 world records.

The six-day-race, for anyone who does not know, is a race that takes place in a stadium for 6 consecutive days and the declared winner is the one who covers the most kilometers.

Reading his book “The Six Days of the Century”, one discovers an athlete with enormous spiritual powers, a phenomenal athlete.

When his body begins to desert him, he activates the spiritual and psychic forces within himself, inspired by his birthplace, Arcadia, the history of Greece, the heroes of the Greek Revolution, Ancient Greece, nature, music, and his life in order to mobilize his body for incredible performances.

Through excerpts from his book, I will try to convey the chronicle of his feats, his thoughts, and his extreme mental and physical trials.

A book that teaches us the values ​​of effort, courage, perseverance, and the fighting spirit against the adversities of life.

 

THE ENTHUSIASTIC GALLOP AND THE ATTEMPT TO SUICIDE (ch. 1)

“At the starting point, and before the start, all the runners were calm, as if they were going on an excursion.  Some seemed provocatively lazy, restless, and apathetic.  In essence, they were there to test the extent of the human potential.  I was anxious and nervous, as if I were going to run a hundred meters.  I tied and untied my shoelaces, as if I could not find another opportunity in my life to fix them.  Most were already smeared with sunscreen, and others were still applying it, but I was not afraid of the sun. I had already been cooked in the sun at Liopiri in Greece for a few months…”

(…)

“The day has finally come to break my first world record,” I thought.  “I had planned it all. I would seek to break the twenty-four-hour world performance.”

(…)

“Along with my body, my soul was sparkling ……”

(…)

“Before I completed eleven hours of running, a strong and deep pain began to overwhelm my chest.  I could feel it everywhere.  It was not only deep in the lungs as a lung failure, as I initially believed, but also in the muscles and in the back and ribs and shoulders.  Something was about to break inside me, something was pushing me to the boundaries as thin as a single thread.  But at the same time, all these physiological systems and organs were being exercised.  “I was in excruciating pain, but I got used to it, I was not afraid anymore.”

“I needed an angel, a being to send me messages of optimism, to announce to me that the world record is within my reach and waiting for me to grasp it.”

(…)

“In fifteen hours, I had lost seven kilos…”

(…)

“As I was about to complete the sixteenth hour in the New York stadium, I was overwhelmed by an unbearable discomfort.  “I can’t believe how it happened and I fell headlong into such an earthy feeling, into a glaring weakness of muscles and cells, “I cried.  “I did not have any warning, no worrying symptoms.  My dizziness may have been due to the lack of food.  But I started eating!  Is it an idea?  What was going on within me?”

(…)

“Presently I discovered that my legs, as well as my entire muscular system, did not obey my wishes.”

(…)

“The goal of overthrowing the world performance of twenty-four hours had failed.  My dominant feeling was disappointment ……”

At the end of the first twenty-four hours, Kouros covered 163.5 miles.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

DEATH (ch.2)

“The time spent away from the track automatically meant less distance to your assets.  The first two hours were spent washing, massaging and other – unprecedented – quackery medicines.”

(…)

“A total of about five hours were lost when I left the track.  “Most of the other runners kept going, but they had also begun dragging themselves and had become like me.”

(…)

“I put some Vaseline on my wounds and between my toes where they had burst.  Without wearing any protection for the rain and the cold, I went out on the field. “I was not afraid of the rain – not even the cold.”

(…)

“I got on the track and started running barefoot, determined not to get my shoes wet, since I had no extra pairs.”

(…)

“The lightning frightened me, and the thunder shook the stadium.  Strong winds dangerously shook the scaffolding where the race clock rested.  The stadium was being washed away of the oils, the dust, and the smell of our sweat, it took on a shiny dark crimson color.  No matter how cool the atmosphere was, the ordeal of each of us took on a different turn.  The presence of the new weather conditions caused the awakening of my many body sensors.”

(…)

“The first twenty-four hours had taught me a lesson.”

(…)

“It cost me dearly, I destroyed my whole muscular system, I got up and rubbed my bones, and I opened wide wounds on my toes with the salt of my sweat.  How do I proceed now? ……  Every now and then, I felt dizzy and my head was stinging.  “I could not sleep, I did not want to rest, I was recollecting my thoughts.”

(…)

“In the next turn on the track, when I approached the judges’ area, I saw Mr. Giannis from Karyes, Greece standing behind the girls.

-Come on, Giannoo, he was shouting at me in a hoarse, stuffy voice.  I looked at him with devoutness and emotion, I wanted to cry.  He saw my struggle with the unknown and tried to find ways to inspire me.”

(…)

“During the night, I had stopped my panting.  But my chest ached, and I began to wonder if my enthusiasm and my well-being would push me beyond the threads of life and I would find myself floating in the chaos of the abyss.”

(…)

“It was an hour of hardship, which, yes, discouraged me, but did not defeat me.  With patience, everything goes away.”

(…)

“I refuse to die unless I return after my physical death, which is happening now.  Separating from matter, isolating it, and returning to it is the greatest gift you can receive in your life.  And yet, these extremes that I submit to with this struggle, help me to experience this as well.  I was contemplating.”

(…)

“At dawn, Menios put me in a chair and nailed a needle to each of my tibia bones.  They hurt a lot, but I also learned to run with needles in my legs.  Around ten in the morning, I began to realize that my legs were no longer moving.  My quadriceps were so tight that they hurt like they were slaughtering me.  My knees were swollen, as were my tibia bones.  Injuries had been inflicted on both my tarsus, which had caused great swelling in the soles of my feet.”

(…)

“I walked three whole rounds of the stadium without being able to pull my mind away from my torn toes and my muscular weakness.  Before completing the fourth turn, I got off the track and headed for our tent area.

– Do you want to lie down or sit down? ….

-Look:  I have become two parts, I mean, which of my two selves.  One wants to lie down – and indeed, forever – and the other wants music.  So now I’m speaking on behalf of the one who wants to hear a song.  “I try not to hear that other person’s voice, because it torments me.”

(…)

“As the sun rose in the stadium, the heat became unbearable. Most of us stumbled like “lost sheep.”

(…)

“Every drop of sweat that fell on my torn skin was a saw that gnawed my flesh to the marrow.  I could feel my veins transmitting this horror quickly and repeatedly to the brain.  This pain could not be overcome with any doctor.  I had to stop, sleep, and forget about myself for a moment.  The pain of all the parts of my body was painted on my face.”

(…)

“At the end of the second twenty-four hours, I was informed that I had broken the world record by six miles, which was held by Zabalo.  This made me think seriously about the continuation of my course.  But how would I overcome the death that had prevailed throughout my muscular and skeletal system? ”

At the end of the second twenty-four hours, Kouros covered 103 miles.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros

RESURRECTIVE LIGHT (ch.3)

“Time and injuries seemed insurmountable.  Where do you dare to imagine that you will seek to continue as you are!  “I am on the edge of the cliff, on the edge of Zalongos (the mountain cliff in central Greece, where women with their children jumped to their death in order to escape the Turkish-Albanian rulers, in 1802-3)”, I thought in my mind, as I burst into tears, screaming, and crying from the pain.

– Everything, you have done so far, gives great glamor to Greece and fills us with pride and satisfaction.  So, it is better to stop, Menios suggested to me.

“Only if I fall down and I cannot get up again, then I will have to stop,” I replied.

(…)

“On next round on the track, Menios approached me and said:

– Do you know that your fellow athletes even gave you a nickname?

– Yes?  Really?  Are not so many qualities that we impersonated enough?  And how did they baptize me now, please?

– “Little God”.  Do not tell me that you do not like it!”, he said and waited for my answer.

The word “God” came to my mind again and I said to myself: “God is Time.  You cannot run ahead of him, not even faster. ”

(…)

“If Lycurgus (King of Sparta) were alive today, he would throw me out of Kaiadas (a cave near Sparta, Greece, where in Greek mythology, it was used as a place of punishment for criminals and traders), in my present condition.  Fortunately, I am from Arcadia, not Sparta and I do not belong to his jurisdiction.  But I fight as I know: Arcadian and Spartan ……”

(…)

“My physical movement was made with great difficulty.  I was at a dead end.  My feet were like logs that closed the mouth of a mental drain: neither did they get up to gaze at the sky again, nor did they go down to sink into the chaos of the abyss.  A starless river flowed over them for miles and beat them mercilessly.  As tight and gripped as I was, I also felt a twisted taste on my lips.  I curled my toes like a hedgehog, even though I was in danger of becoming flatfooted by the incessant blows to the ground.  “By curling up my toes, the chances of cramps occurring also increased.”

(…)

“Around eleven o’clock at night, I was approaching the world performance of three hundred miles.  An epic flame sprang from my soul.  I lived like I was at a rally with banners, like I was at war with flags.  May I be accompanied by flashes of this vigor for the rest of my life!”

(…)

“I took a flag in my hands with a huge pole and kept running and galloping, as if I was just starting.  My arms, which had “hung” until that time, took on mythical power.  My legs, which were dry and immobile, “put on wings”.  Where did I find the strength and pick up this pole!  I could not believe what I was witnessing.  Not only did I pick it up, but I also galloped and waved it to make the flag flutter.  I raised my knees higher, I started “flying”!  An epic soul must have entered me.  I started to cover one round after another on the track at untold speed.  I was passing my fellow athletes like the wind, it seemed to me that they were motionless, but some were running, and some were walking.

Surely they would have said to themselves: “What happened to him?  What gods and demons had entered him?”  I succeeded in a time of 59h.18-14. ”

(…)

“Dawn came without me realizing it.  I thought to myself, the whole night had passed, and I had not gotten any sleep, and that I should go to sleep.  Since you can meditate and dream on the go – and in fact, even during the day – why do you need the sleep?  Let him claim his place when he wants to…”

(…)

“All my joints ached, except for my arms.  But I wanted to ring the bells loud in my mind that, soon my body would be hearing those bells, even if my legs were to break by the weight of excitement and shivering.  Who knows what I have in my head!  Who can feel what heritage and what experiences I carry within me!  “Before, I was wondering what was it that attracted me and gave me the insurmountable impetus, but now I have found some keys to open the storehouse of that mystery.”

(…)

“Maybe in this race I do not run alone.  All my ancestors run inside me, and so this pride and duty is in my unconscious, and I should not brag too much, because it is not entirely mine.  It’s more theirs, implanted in my veins.”

(…)

“Deep in the depths of my subconscious dwell shepherds with flutes, chariots with rusty rifles, mourners with long jaws and long-drawn-out voices, sunburnt fishermen, motionless reapers and vine harvesters, Byzantine chanters with the wine running through their throats for every table praise of all kinds of Digenides (the Byzantine boarder guard)……”

(…)

In the third twenty-four hours, Kouros covered 91 miles and broke the three-night world record by running 357 miles.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

FIGHTING WITH THE WORMS I FOUND THE SHINE (ch. 4)

“Continuous global performances had me a little drunk, but they failed to disorient me.”

(…)

“About a dozen Greeks, most of whom were older than me, appeared around the railing and began to applaud and encourage me.  There were some footballers and fans of “Hermes” of New York, who sat for several hours in the stands to accompany me.  It was a spiritual support that moved me.  They played music with traditional Greek instruments and sang to give me courage.  As I passed in front of them, I tapped the heel of my shoe to signal to them that I was participating.  I did the Greek “Opa!” and opened up my stride, as my legs were stretched by the blow and the enjoyment of it.”

(…)

“It was so uncomfortable to run barefoot.”

(…)

“I kept walking, with no possibility of running anymore …….”

(…)

“Later, they brought me another pair of shoes, which were big enough for me.”  I put on my big shoes and started walking like a duck.  I tried to run, and, little by little, I got used to them.”

(…)

“I crawled next to the railings, like a hurt dog dying ……”

(…)

“I felt a deep pain behind my eyeballs. I thought I was going out of my mind, I thought I was losing my sight.  I understood that I was being extinguished.  I deserved this!  A phrase resurrected in me that had been dead for years in my vocabulary: “The time has come!”

(…)

“I accepted it.  They found a large plastic trash can, filled it with ice, some water, and dipped my feet in it.  The ice went deep into my blood, I felt it in my wounds.  I was screaming like a piglet being slaughtered…. ”

(…)

“I took my own shoes in hand.

– Where are the scissors? I asked…

After a while, they brought me the scissors, and I started to cut the front of my right shoe upright.  “Then I cut the left shoe deeper.”

(…)

“I have always wondered about the potential of human nature.  Here’s a chance to find out where its limits are.  And to discover how narcotic our human nature really is.  The time has come to overturn some doctrines, to change, to expand, to become universal truths.  We were quite comfortable with inaction, acceptance, apathy.  Technology is leaping forward, but the human machine is degenerating.  Nothing is completely new, all the virtues and powers are within us, perhaps in lethargy, but they are present.  It is not an invention, nor a theory, it is a principle.  I realized that we have, truth, unparalleled vigor, but how can we make it always lasting?”

(…)

“This race needs your inner being.  Your external being is fake, it is hypocritical.  I didn’t take on this race to gain anything, or to suffer more.  “I did it just to feel the beauty of the struggle, the greatness of the struggle with the elements of nature and the abstract concepts, of the struggle with its vastness and insignificance.”

(…)

“The mythical life of Ancient Arcadia passed through my mind.  Ah, that I could hang out with the muses, the sweet sounds from the drunken flute of the ancient Greek God, Pan!  Let me be enchanted too, let me sleep immortally!”

(…)

“In the night, choked the frantic, but complaining, this time, voice of the Arcadian god Pan.

– Run and announce to the intelligentsia of the whole world that those who forget their tradition, achieve nothing!  And by the way, (At that moment, I shivered and got colder.) also tell them that, in Ancient Arcadia, slaves and lords were one!  “Those who divide people into social classes are not just people, nor are they happy!”

(…)

“There were almost two and a half, twenty four hour periods left, and, either I had to give up because I could not move, or I had to find a way to run, so that others would not catch up with me and miss this unique opportunity for a fantastic and meaningful victory.”

(…)

“As the race progressed, so did my appetite for food.  I began to devour potatoes, fruits, and vegetables with greed, doubling the amount of food which I hadn’t taken until that moment.  Of course, I felt like celebrating an event when they brought me any Greek sweets, such as baklava and kataifi.  The supply of Greek sweets stimulated me a bit, and I started to find enjoyment.”

(…)

“I had found my rhythm and my determination when it started to sparkle and re-emerge ever so closer.”

(…)

“But this rain and cold is worse, and it must not defeat me, it must not immobilize me. …  Now, my goals speak, the heart, the will.  Nature cannot defeat me, I will fight her, I will not give up.  This is how I struggled in Tripoli.  In Tripoli, the panic had started in October.  Like a sparrow, you watched the sun go down earlier and earlier, and trembled all night, until, finally at dawn, from the beginning of November until April, the earth was covered with ice.  This activity was the lifeline.  The game, the purpose of my love, sport and other work adventures kept me, they offered me survival, not the food, nor the warmth.  The chase saved me, the chase makes you defy earthly needs and goods, get drunk with thought, inspiration, and metaphysics…  Sports motivate you, offering you an unquenchable thirst for self-knowledge.  As a teenager, I often felt desolate, but with sports, I had a lot of confidence.  Thus, every time I envisioned something, I “fell face down” to achieve it. ”

(…)

“I felt that my wounds under my toes had softened from the water and were no longer painful.  The color of the soles, white as milk….  I asked them to bring me Vaseline to smear my toes ……”

(…)

“The rain was followed again by the hot sun.  I started throwing off the long-sleeved shirt and anything extra I had been wearing during the night hours with the cold.  I was left with a short-sleeved shirt, which also dried on me after a while.  All our belongings were soaked.  The clothes we changed with were drying on us.”

(…)

“I started to have pain in the area below the pelvis and in the adhesions of the competing muscles and the glutes.”

(…)

“My belly stood out from the rest of my skeletal body like a knob.”

(…)

“…I had the premonition that I would faint ……”Let me be patient until twelve, to complete this twenty-four-hour period, and then let me be dizzy.  Besides, I would go to sleep, and this time, from what I saw, I would not escape, I would sleep.”…

In the fourth twenty-four-hour period, Kouros covered 89 miles.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

SKILLS OF ANOTHER LIFE (ch. 5)

“It was the first time I had managed to fall asleep for two hours after so many hours lost over the previous four days, where I tried to rest four hours at noon and one at night.  After sleeping, I felt very strong and also very weak.  I did not even have the strength to move my hand.  The body was dysfunctional, moving slowly, like an old man of one hundred and twenty, who could no longer move anything.  However, the decision to continue was made subconsciously and calmly, without significant statements and drumbeats, as if I was not following my will, but rather, the orders of a general embedded inside me.  When your subconscious is running, you cannot sleep “…

(…)

“After physiotherapy, after some rinsing, after sleeping, generally after each pause, no movement was possible.  The body was in such a state, as if in dormancy for months.  He woke up, he saw the world around him, but he could not react.  Trying to get started, I got stuck in front of a tent in horrible pain, as if I had suffered hundreds of fractures all at once.  I could not hold back.  “I cried, as the idea that I had failed took over my confused mind, more and more.”

(…)

“.. It was the most difficult moment of my life, as the last drop of my heroism had evaporated…”

(…)

“…After a while, I got up, as I did not want to be a spectacle of failure…”

(…)

“…The meteoric steps were slowly becoming more and more stable, faster, more confident about what would follow…”

(…)

“The feeling of pain was non-existent, it was suppressed…”

(…)

“Where on the first day I could not run, now, I make each round on the track in less than 90 seconds, now I do them with a dead body.  Four, six, eight, as many as I wanted.  What is this, self-submission!  It makes you a beast, a superhuman.”

(…)

“My own logic says that I have to keep crawling to cover kilometers, but my heart wants a break, a suspension of constant pressure.  Let me also listen to the heart, everything is useful to man…”

(…)

“… The time was just approaching two in the morning.  “The skies” opened up “again, spreading fear and uncertainty…  I had to get activated and cover distance, because with the rain the developments would be uncertain.”

(…)

“…in my imagination I flew over Greece, over the apple orchards of Mantineia, the lemon orchards of Sparta, the cherry orchards of Tegea and the sour cherry orchards of Steno.”

(…)

“The water covered my Achilles tendons and approached the calves.  The athletes and people slowly dispersed, moving to their shelters.  The rain hit me to the bone, but I remained…”

(…)

“I felt a flutter touching my limbs, as if contemplating the giant struggle of my race from antiquity to the present day.  “I do not run alone,” I whispered.  “My grandparents, my great-grandfathers, Byzantine Digenides, ancient, Homeric heroes, Pelasgians, Pre-Greeks all run with me.  Their voices shake me inside, I feel their blood, their veins and their fists.”…

(…)

“I had the thought that this struggle pushed me to unsuspecting discoveries, fundamental and ancillary, leading me to the awareness of what man can do under the influence of tragedy and through stubborn and violent protest.  And what we are contemplating is not revenge, it is, above all, justification, which is sought after by a deep, primitive need, which emanates from the bowels of our cells.”

(…)

“Through the constant difficulty in breathing, I also lost my voice.”

(…)

“In one hand I was carrying the radio cassette player, and in the other I had a handful of ‘bites’ to chew and take in calories.”

(…)

“After twelve o’clock in the afternoon, they called Laura to give me a massage.  I went to the bench and lied down.  My eyes were staring at the sun. “My friends took off my shoes and shirt.”

(…)

“After this physiotherapy, which was welcomed, I tried to submit myself with internal orders.  “Say that you are the most fearless person in the world.  You are not afraid of death, you are not afraid of war, you do not feel injuries.  Your goal is to conquer the hill.  You have to constantly climb; it does not matter if you are crawling or limping.  Take the banner of your ideals and plant it up at the top ”…

In the fifth twenty-four-hour period, Kouros covered 94 miles.

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

THE INCREDIBLE MENUATION (ch. 6)

“What a supernatural vigor the vision of the finish really offers!  Everyone was doing their very best to achieve what they had not been able to do for five days.  It was as if a furious beehive was scattered on the track, as if new athletes, who had nothing to do with us, were given a new start, as if a new race with these new athletes was just beginning.”

(…)

“An internal prompt “gives oil to the wick”.  “Do two warm up runs, then the machine will start.  At first, it flashes.  It is then refueled.  Positive Thoughts – Well done!  That’s what you need!”  Without shoes, and with only socks on my feet, I decided to run all afternoon until I reached 576 miles.”

(…)

“Sunday dawns in five hours…Alexiou’s (modern Greek singer) voice could be heard in my ears, complaining.  I listened to these words for five whole days and nights which said: “Will not the time ever come for Sunday to dawn?”  “But the time is approaching, and it seems to me like a vision.  When did five full suns and five full moons pass?”  I wondered.”

(…)

“Around three in the morning, I left the stadium to rest ……”

(…)

“When I got back on the track…  I remembered the stretching exercises and started shaking my hands first, which had not suffered so much.  Then, I slowly rotated my waist, feeling that several muscles were pulling me from my legs.  I asked for the help of others in stretching, so as not to risk falling onto the track.  I stayed there for a long time, doing exercises.”

(…)

“So, I started the rhythmic dance of despair, numb.  I walked, shook hands, and walked again.  Then I ran 15-20 meters with unbearable pains and bitten lips, and I walked again.  Gradually, the distance I covered by running became longer, while that of walking became shorter, until I found my rhythm and I no longer needed to walk.”

(…)

“As the day progressed, so did the tendency for a second nap.”

(…)

“This sunrise was different from those of the other days. It was ruby ​​red, like the full moon that rises on an Aegean island.”

(…)

“My legs felt very heavy and cumbersome.  “I decided to sit in the chair that had been waiting for me so provocatively for days now, and I despised her.”

(…)

“The sun was already warm now, and I, with swollen ankles, was putting on my torn shoes again.”

(…)

“Gradually, the stands were being filled with schoolchildren or college students.  The children’s chants were screaming, flooding every step of the stands with liveliness.”

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

“Shortly after nine-thirty in the morning, I was ready to accomplish the ultimate feat.”

(…)

“Some Greeks entered the track and started running in the outer lanes with a huge blue and white Greek flag.  They held her high, with pride.”

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

“There was less than an hour remaining, and all the athletes, being aware of this unique race in which we had all played the role of pushing for the rare and the inconceivable, with a brave and high mind, consciously gave our all to seal the most important six-day struggle of the twentieth century.”

(…)

“The announcer lived out our excitement very well, as he described our movements.  For a moment, with obvious emotion from our intense effort, he stopped transmitting from obvious sobs.  The stadium was now crowded with spectators, who applauded standing up for a long time.”

(…)

“When there was only one-minute left for the finish……  We were galloping to catch up! Mixed feelings of despair and heroism dragged our hearts at an accelerating rate.  We ran around the last bend of the track with an inward inclination, and straightened our bodies in the straightaway… 9,8,7,6,5,4,3,2,1…

Honestly, a moment such as this felt far superior than having won ten Olympic medals.  This relief and justification was greater than any great reward.  Decades of toil and struggle found their milestone in this glorious moment, in this holocaust, and if all efforts paid off, it was because we had tough and relentless competition from all sides.  These mythical performances could not have been possible if my competitors had not been so arrogant, brave, and experienced fighters.  It is not only my participation that helped make this six-day event an important event.  They all became a springboard for the creation of superhuman things.  We have all been giants of unparalleled strength.  We have all become titans of Distance.”

(…)

“The announcer, who regained his composure a little, roughly announced the first three winners.

  1. Yiannis Kouros, 28, Greece 635 miles
  2. Ramon Zabalo, 36, France 581 miles
  3. George Gardiner, 42, USA 554 miles »

(…)

ΦΩΤΟ: Από το Βιβλίο ¨ΤΟ ΕΞΑΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ¨ του Γιάννη Κούρου.
PHOTO: From the Book ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros.

“I want to dispel the myth that requires long-distance runners to run mechanically.  In fact, this myth has never had any basis, especially to us runners, in whom it is established that it is de facto shattered.  However, because a large part of the public has accepted the concept of “mechanical running”, I try to overturn this idea, not only because it does not happen, but also for those interested, to get a taste of the internal events, which I express mainly from a psychological point of view:

When the mind ceases to think and draws strength from inspiration, and especially when the body “has given up”, it can only voluntarily be mobilized.  I defied many contractions and inhibitions to overcome my silence and describe the internal conflicts, so that the “outsider”, the viewer-receiver or the reader may better understand what is going on in the mind and in the soul-senses, super senses – of a runner from the denials of the body.”

Giannis Kouros completed the race breaking 16 world records.  He ran 1,022 kilometers and completed 2,558 rounds on a track with a perimeter of 400m.

The descriptions of the effects on his body after the race are shocking!!!

“I need a 24-carat sleep….  Flawless and perfect in every way…”

(…)

“…Under the toes, where cut and dried flesh hung, which bleed with the slightest movement….”

(…)

“I was walking like a crippled centenarian…”

(…)

 

SOURCES:
 ¨THE SIX DAYS OF THE CENTURY¨ by Giannis Kouros

  • Marios Tsielos (Student at Southern Maine Community College, majoring in Sports Management).

End note:  Some meaning may have been lost in the Greek to English translation due to the language and poetic phrases used by the author.

 

 

Προηγούμενο άρθροΚ. Τζιούμης: «Σταθερή η προσήλωσή μας στη βελτίωση της αγροτικής οδοποιίας» (ph)
Επόμενο άρθροΒακαλόπουλος στη ΔΡΤ για εκλογές ΕΟΚ: “Αγωνία μας, η διατήρηση των σωματείων μετά την πανδημία”