Ιερά Αγρυπνία στον Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου για τον Άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη (ph)

Τὴν Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014  καὶ  ὥρα 8.00 τὸ βράδυ, στον Μητροπολιτικὸ Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως  τελέσθηκε ἱερὰ Ἀγρυπνία, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Τὴν ἱερὰ Ἀγρυπνία τέλεσε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Σεβ. Πιμενάρχου μας, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος, π. Παναγιώτης Βαρδουνιώτης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ  τῆς Θεοτόκου Νέας Χαλκηδῶνος   Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος κήρυξε τόν θεῖο Λόγο, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους Κληρικούς.

Πλῆθος Τριπολιτῶν,    εὐλαβῶν  καὶ φιλεόρτων  Χριστιανῶν  προςῆλθαν  στήν  ἱερὰ  αὐτὴ Ἀκολουθία,  τιμῶντες τὸν  νεοανακηρυχθέντα  Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εὔβοια, στο χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς ἐπαρχίας Καρυστίας. Οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καὶ Ἑλένη, τὸ γένος Ἀντωνίου Λάμπρου, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας τοῦ, μάλιστα, ἦταν ψάλτης στό χωριὸ καὶ εἶχε γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολυμελὴς καὶ οἱ γονεῖς, φτωχοὶ γεωργοί, δυσκολεύονταν νά τή συντηρήσουν. Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας ὑποχρεώθηκε νά φύγει στήν Ἀμερική, ὅπου δούλεψε στήν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Παναμᾶ.
Ὁ μικρὸς Εὐάγγελος ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Φύλαγε πρόβατα στό βουνὸ καὶ εἶχε παρακολουθήσει μόνο τὴν πρώτη τάξῃ τοῦ Δημοτικοῦ, ὅταν ἀναγκάστηκε καὶ αὐτὸς λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας νά πάει στή Χαλκίδα γιά νά δουλέψει. Ἧταν μόλις ἑπτὰ χρόνων. Ἐργάστηκε δύο – τρία χρόνια σ’ ἔνα κατάστημα. Μετὰ πῆγε στόν Πειραιᾶ, ὅπου δούλεψε δύο χρόνια στό παντοπωλεῖο ἑνὸς συγγενοῦς.
Στά δώδεκά του χρόνια ἔφυγε κρυφὰ γιά τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸν πόθο νά μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη, τὸν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερα ἀγαπήσει, ὅταν παλαιότερα εἶχε διαβάσει τὸ βίο του. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καὶ στήν ὑποταγὴ δύο Γερόντων, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικός, καὶ τοῦ Ἰωαννικίου, ἀδελφῶν κατὰ σάρκα. Ἀφοσιώθηκε στούς δύο Γέροντες, ποὺ κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί, μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ μὲ πνεῦμα ἀπολύτης ὑπακοῆς.
Ἔγινε Μοναχὸς σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Νικῆτας. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ διορατικὸ χάρισμα.
Στά δεκαεννέα του χρόνια ὁ Γέροντας ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά, γεγονός που τὸν ἀνάγκασε νά ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπέστρεψε τότε στήν Εὔβοια, ὅπου ἐγκαταβίωσε στή Μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1926, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπὸ τὸν Πορφύριο Γ’ , Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Πορφύριος. Στα εἴκοσι δύο του ἔγινε Πνευματικός-Ἐξομολόγος καὶ λίγο ἀργότερα, Ἀρχιμανδρίτης. Για ἕνα διάστημα ἐργάστηκε ὡς Ἐφημέριος στους Τσακαίους, χωριὸ τῆς Εὐβοίας.
Στην Εὔβοια, στήν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἔζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τοὺς ἀνθρώπους ὡς Πνευματικὸς καὶ Ἐξολόγος, καὶ τρία χρόνια στήν Ἄνω Βαθειά, στήν ἐγκαταλελειμμένη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τὸ 1940, παραμονὲς τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα Ἐφημερίου  στην Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἔζησε ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια σὰν μία μέρα, ἀσκώντας ἀκαταπόνητα τὸ πνευματικὸ ἔργο καὶ ἀνακουφίζοντας τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια         τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε ἐγκατασταθεῖ στά Καλλίσια, ὅπου εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενο Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχή πού τὸ περιέβαλλε, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια. Ἐδῶ, παράλληλα ἐξασκοῦσε τὸ πλούσιο πνευματικὸ    του ἔργο.
 Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979,  ἐγκαταστάθηκε στό Μήλεσι μὲ τὸ ὄνειρο νά χτίσει Μοναστῆρι. Ἐκεῖ ζοῦσε στΉν ἀρχὴ σὲ ἕνα τροχόσπιτο, κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες καὶ μετὰ σὲ ἕνα ἀπέριττο κελλάκι ἀπὸ τσιμεντόλιθους, ὅπου καὶ ὑπέμενε ἀγόγγυστΑ τις πολλὲς δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Τὸ 1984  μεταφέρθηκε σὲ κτίσμα τοῦ ὑπὸ ἀνέγερση Μοναστηρίου, γιά τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὁποίου ὁ Γέροντας, παρόλο πού ἤταν πολὺ ἄρρωστος καὶ τυφλός, ἐργαζόταν ἀκατάπαυστα καὶ ἀκαταπόνητα. Μὲ τή θεμελίωση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990, ἀξιώθηκε να δεῖ τὸ ὄνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπιγείας ζωῆς του ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τὴν κοίμησή του. Ἐπιθυμοῦσε νά ἀποσυρθεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, στα ἀγαπημένα του Καυσοκαλύβια, ὅπου μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, ὅπως ἔζησε, θὰ ἔδιδε τὴν ψυχὴ του στο Νυμφίο τῆς. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουσαν νά λέει: «Ἐπιδιώκω καὶ τώρα πού  ἐγήρασα νά πάω καὶ    νά    πεθάνω   ἐκεῖ πάνω».
 Πράγματι, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, καὶ μὴ θέλοντας νά κηδευθεῖ μὲ τιμές, ἀναχώρησε γιά τήν  Καλύβη  τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά  Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου εἶχε καρεῖ Μοναχὸς πρὶν ἀπὸ περίπου 70 χρόνια,  καὶ στίς  4:31΄ τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991  παρέδωσε τὸ πνεῦμα στόν Κύριο, ποὺ τόσο ἀγάπησε        στή  ζωὴ        του.
Στήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατὰ τὴν συνεδρίαση τῆς 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
 
Ἐπιστολὴ Γέροντος Πορφυρίου πρὸς τὰ πνευματικὰ του παιδιὰ
«Ἀγαπητὰ πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα, που ἀκόμα ἔχω τάς φρένας μου σώας θέλω νά σᾶς πῶ μερικὲς συμβουλές. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὅλο στίς ἁμαρτίες ἤμουνα. Καὶ ὅταν μὲ ἔστελνε ἡ μητέρα μου νά φυλάξω τὰ ζῷα στό βουνό, γιατὶ ὁ πατέρας μου, ἐπειδὴ ἤμασταν φτωχοὶ εἶχε πάει στήν Ἀμερικὴ γιά νά ἐργαστεῖ στην διώρυγα τοῦ Παναμᾶ, γιά ἐμᾶς τὰ παιδιὰ του, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκα τὰ ζῷα, συλλαβιστὰ διάβαζα τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλλυβίτου καὶ παρὰ πολὺ ἀγάπησα τὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ ἔκανα παρὰ πολλὲς προσευχὲς σὰν μικρὸ παιδί πού ἤμουνα 12-15 χρονών, δέν θυμᾶμαι ἀκριβῶς καλὰ, καὶ θέλοντας νά τὸν μιμηθῶ μὲ πολὺ ἀγῶνα ἔφυγα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου κρυφὰ καὶ ἦλθα στα Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ὑποτάκτηκα σὲ δύο Γεροντάδες αὐταδέλφους, τὸν Παντελεήμονα καὶ τὸν Ἰωαννίκιο.
Μοῦ ἔτυχε νά εἶναι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι καὶ τοὺς ἀγάπησα παρὰ πολὺ καὶ γι’ αὐτὸ μὲ τὴν εὐχὴ τους  τοὺς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Αὐτὸ μὲ βοήθησε παρὰ πολύ, αἰσθάνθηκα καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πέρασα παρὰ πολὺ καλά. Ἀλλά, κατὰ παραχωρήση τοῦ Θεοῦ, γιά τίς ἁμαρτίες μου ἀρρώστησα πολὺ καὶ οἱ Γεροντάδες μου  μοῦ εἷπαν νά πάω στούς γονεῖς μου, στό χωριό μου, εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννη Εὐβοίας. Καὶ ἐνῶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχα κάνει πολλὲς ἁμαρτίες, ὅταν ξαναπῆγα στόν κόσμο συνέχισα τίς ἁμαρτίες,  οἱ ὁποῖες μέχρι καὶ σήμερα ἔγιναν παρὰ πολλές. Ὁ κόσμος ὅμως μὲ πῆρε ἀπὸ καλὸ καὶ ὅλοι φωνάζουνε ὅτι εἶμαι ἅγιος.
Ἐγὼ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ὅσα ἐνθυμόμουνα βεβαίως τὰ ἐξομολογήθηκα, ἀλλὰ γνωρίζω ὅτι γι’ αὐτά πού ἐξομολογήθηκα μὲ συγχώρησε ὁ Θεός, ἀλλ’ ὅμως τώρα ἔχω ἕνα συναίσθημα ὅτι καὶ τὰ πνευματικά μου ἁμαρτήματα εἶναι παρὰ πολλὰ καὶ παρακαλῶ ὅσοι μὲ ἔχετε γνωρίσει νά κάνετε προσευχή γιά μένα, διότι καὶ ἐγὼ,  ὅταν ζοῦσα,  πολὺ ταπεινὰ ἔκανα προσευχὴ για σᾶς, ἀλλ’ ὅμως τώρα πού θὰ πάω γιά τὸν οὐρανὸ ἔχω τὸ συναίσθημα ὅτι ὁ Θεὸς θά μοῦ πεῖ: τὶ θέλεις ἐσὺ ἐδῶ;
Ἐγὼ ἕνα ἔχω νά τοῦ πω. Δέν εἶμαι ἄξιος, Κύριε,  γιά  ἐδῶ, ἀλλ’ ὅ, τι θέλει ἡ ἀγάπη σου ἂς κάμει γιά μένα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα δεν ξέρω τί θὰ γίνει. Ἐπιθυμῶ ὅμως νά ἐνεργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάντα εὔχομαι τὰ πνευματικά μου παιδιὰ νά ἀγαπήσουν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι τὸ πᾶν, γιά νά μᾶς ἀξιώσει νά μποῦμε στήν ἐπίγειο ἄκτιστο Ἐκκλησίᾳ του. Γιατὶ ἀπὸ ἐδῶ πρέπει νά ἀρχίσουμε. Ἐγὼ πάντα εἶχα τὴν προσπάθεια νά προσεύχομαι καὶ νά διαβάζω τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων μας καὶ εὔχομαι καὶ ἐσεῖς νά κάνετε τὸ ἴδιο. Ἐγὼ προσπάθησα μὲ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά πλησιάσω τὸν Θεὸ καὶ εὔχομαι καὶ ἐσεῖς να κάνετε τὸ ἴδιο. Παρακαλῶ ὅλους σας νά μὲ συγχωρέσετε γιά ὅ,τι σᾶς στεναχώρησα.
                         
Ἱερομόναχος Πορφύριος
Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/7 Ἰουνίου 1991»



Προηγούμενο άρθροΕπιμόρφωση και επαγγελματική εμπειρία σε 7.000 αποφοίτους ΙΕΚ & ΕΠΑ.Σ-Λυκείων
Επόμενο άρθροΜη εκλογή συμπαραστάτη στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Νεύρα και κόντρες (vid)
Αργύρης Καρδαράς
Δημοσιογράφος, Δημοτική Ραδιοφωνία Τρίπολης 91,5