«Ο κύκλος των μάταιων πράξεων» του Σπ. Τζόκα παρουσιάζεται από τον Φ.Ο.Τ

Ο Φιλοτεχνικός Ομιλος Τρίπολης σας καλεί στην παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος “Ο κύκλος των μάταιων πράξεων” του αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αθήνας, Σπύρου Τζόκα, το Σάββατο 16 Απριλίου 2016, στις 7 μ.μ, στα εντευκτήριά του (κτίριο Τσιχριτζή, Γρηγορίου Ε 3).

Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή του αγωνιστή και μάρτυρα της Εθνικής Αντίστασης Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος αρνήθηκε να εξαιρέσει τον εαυτό του από τους 200 μελλοθάνατους, προκειμένου να πάρει κάποιος άλλος κρατούμενος τη θέση του, όπως του ζήτησε ο Φίσερ, γερμανός διοικητής των SS του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του το άλλο πρωί, και έγινε ένας από τους διακόσιους της ματωμένης Πρωτομαγιάς του 1944. Διάλεξε το θάνατο και κέρδισε την αθανασία.



«Τον άνθρωπο μπορείς αν θες να τον εξοντώσεις, αλλά δεν μπορείς να τον νικήσεις»

Η φράση αυτή του Έρνεστ Χεμινγουαίη κυριαρχούσε στο μυαλό μου, αναφέρει ο συγγραφέας Σπύρος Τζόκας, όταν σκεφτόμουν τη μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του ήρωα του ιστορικού μυθιστορήματος που επιχείρησα.

Το τελευταίο του βράδυ, αυτό που ξημέρωνε η Πρωτομαγιά του 1944, προσπαθεί να συνθέσει το παζλ της σύντομης ζωής του και ταυτόχρονα λεηλατημένης. Αυτό το βράδυ μιλάει με το παρελθόν. Μεταφέρεται στο χρόνο. Στη διαδρομή της Ιστορίας….από το 1909, που γεννήθηκε. Βρίσκεται στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Τα χνάρια της αναζήτησης τον πάνε πίσω. Όχι πολύ πίσω…..έτσι και αλλιώς η ζωή του δεν είναι μεγάλη. Μικρή είναι. Και βασανιστική. Από φύτρα μικρασιατική είναι. Από εκεί ξεκινάει η Ιστορία του.
Και η Ιστορία του τόπου….1909 – 1944. Οι μικρασιάτικοι τόποι, οι σχέσεις με τους Τούρκους, οι εκτοπισμοί του 1914 – 15, η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, η τραγωδία και η καταστροφή, ο νόστος και η απώλεια, η αποκατάσταση και η προσαρμογή, ο μεσοπόλεμος, το ιδιώνυμο, η οικονομική κρίση, οι τόποι εξορίας, η 4η Αυγούστου, ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση…..οι εκτελέσεις.

Όλα αυτά στη σύντομη και λεηλατημένη ζωή ενός ανθρώπου….ενός αγωνιστή….ενός ήρωα.

Η τραγική Ιστορία της πατρίδας μας με φόντο τη διαδρομή ενός προσώπου….ενός τραγικού ανθρώπου.

«Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!». Έτσι τελείωνε μια δραματική ανταπόκριση. Η κραυγή του Χεμινγουαίη για την τραγωδία του μικρασιατικού Ελληνισμού έφτανε όχι μόνο στον Καναδά, που έστελνε τις ανταποκρίσεις, αλλά και σε όλο τον κόσμο.

Αυτή η κραυγή ακουγόταν τη νύχτα αυτή στο κελί του. Στην κραυγή αυτή πρόσθετε και τη δικιά του…..για την πατρίδα του, για τους ανθρώπους της, για την αξιοπρέπεια. Μια κραυγή που ερχόταν από πολύ μακριά. Αρκετούς αιώνες πίσω. Τότε που ο Σωκράτης από το κελί του έδινε νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη….. «το σώμα μου είναι φυλακισμένο, όχι το πνεύμα μου» Είναι πραγματικά έτσι; Έτσι είναι. Ο καθολικός άνθρωπος ζει πέρα από το χώρο και το χρόνο…και διαρκώς αναλογίζεται το χρέος του. Και διαρκώς είναι ελεύθερος.

Για το βιβλίο έγραψαν :

Δώρα Μόσχου, διδάκτωρ Ιστορίας : “Η πρώτη ύλη της ιστορίας είναι ο άνθρωπος, ο μόχθος, ο αγώνας και οι αγωνίες του. Ο άνθρωπος, ως άτομο αλλά και ως συλλογική οντότητα, διαμορφώνεται από την ιστορική στιγμή, από τον τόπο και από τους άλλους ανθρώπους. Με τη σειρά του, επαναδιομορφώνει ο ίδιος την ιστορική στιγμή: τον τόπο και τους ανθρώπους, ενώ επεμβαίνει στη ροή του χρόνου και τον αξιοποιεί προς όφελός του. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια πρώτη ύλη αδρανή και νεκρή, αλλά για μια πρώτη ύλη ενσυνείδητη, που χτίζει την ιστορία, πάντα με τον ιδρώτα και, πολύ συχνά, και με το αίμα του…Ως προς τη σχέση της ιστοριογραφίας με τη λογοτεχνία: η μια δεν υποκαθιστά την άλλη∙ αλληλοσυμπληρώνονται και, χρησιμοποιώντας η κάθε μια τη δική της σκευή και τις δικές της μεθόδους, μας γνωρίζουν τη μεγάλη πορεία του ανθρώπου προς την οριστική του απελευθέρωση από τα δεσμά της υλικής ανάγκης.

Ένα λογοτεχνικό είδος που έχει στοιχεία και από την ιστοριογραφία και από τη λογοτεχνία είναι το ιστορικό μυθιστόρημα. Είδος εξαιρετικά απαιτητικό, διότι προϋποθέτει το συνδυασμό της μυθοπλασίας με την ιστορική αλήθεια. Εάν η μυθοπλασία αφορά πρόσωπα επινοημένα από τον ίδιο το συγγραφέα, το ζήτημα δεν είναι αν τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται, αυτά καθεαυτά είναι αληθινά, αλλά αν είναι ιστορικά έγκυρα – αν, δηλαδή, σε καιρό και σε τόπο θα ήταν δυνατό να έχουν συμβεί. Εάν, όμως, τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, ο βασικός τουλάχιστον καμβάς της δράσης θα πρέπει να τεκμηριώνεται από τις ιστορικές πηγές. Καθόλου, από την άλλη, δεν απαγορεύεται ο συγγραφέας να εμπλουτίζει τη ζωή, τη σκέψη και τη δράση του ήρωά του, με τρόπο λογοτεχνικό, με δευτερεύοντες χαρακτήρες που ίσως υπήρξαν ίσως και όχι∙ με εσωτερικούς μονολόγους για τους οποίους, αντικειμενικά, οι ιστορικές μαρτυρίες δεν μπορούν να καταθέσουν το παραμικρό∙ με «μικρές» πράξεις, στιγμές και αισθήματα που ίσως βιώθηκαν ίσως και όχι, πράγματα για τα οποία η «μεγάλη» ιστορία δεν μας παραδίνει απολύτως τίποτα. Όλα αυτά είναι απολύτως θεμιτά, αρκεί η παράθεσή τους να μη στρεβλώνει το πρόσωπο που βιογραφείται και τις ιστορικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν και το ανέδειξαν.

Στην περίπτωση του θαυμάσιου βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα, ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Σπύρος Τζόκας, ο συγγραφέας του είναι ιστορικός και γνωρίζει πολύ καλά την ιστορική μεθοδολογία: τόσο όσον αφορά τη χρήση των πηγών – απαραίτητη σκευή για κάθε ιστορικό επιστήμονα, όσο και από την άποψη της αναγνώρισης του πρωτεύοντα ρόλου των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών κάθε ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των πολιτικών πράξεων και γεγονότων και στη συγκρότηση των επί μέρους προσωπικοτήτων”..

Γιώτα Πολιτοπούλου, φιλόλογος : “Ο τίτλος του βιβλίου δημιουργεί καταρχήν αμηχανία και έκπληξη. Τίτλος προκλητικός και συγχρόνως αντιφατικός. Ως προς τον τρόπο αφήγησης ακολουθείται το σχήμα του κύκλου. Το βιβλίο ξεκινάει με την κορύφωση του τέλους και στη συνέχεια, με αναδρομές στο παρελθόν, γίνεται η σύνθεση των σκηνών της ζωής του Ναπολέοντα Σουκατζίδη παράλληλα με τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας του τόπου. Στο τέλος του βιβλίου βρισκόμαστε στο ίδιο αρχικό σημείο, δηλ. στην εκτέλεση. Κλείνει έτσι ο κύκλος της αφήγησης, μα και ο κύκλος της ζωής του ήρωα. Τελικά, δεν πρόκειται για μια απλή μυθοπλασία αλλά για μια ιστορική αφήγηση, όπου με το λογοτεχνικό εφεύρημα της «βαλίτσας της μνήμης», που ανοίγει ο Σουκατζίδης την παραμονή της εκτέλεσής του, ξεδιπλώνει ο συγγραφέας και συνδυάζει λειτουργικά τα μικρά και προσωπικά με τα μεγάλα, τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά, όπως τα βίωναν οι Μικρασιάτες του Ελληνισμού.

Το βασανιστικό ερώτημα που διαπερνά όλο το έργο είναι το εξής: Άξιζε τελικά όλος αυτός ο αγώνας; Ή ήταν μάταιες όλες αυτές οι πράξεις; Ερώτημα καίριο, όχι μόνο για την πορεία της ζωής του ήρωα μα και για την πορεία της ίδιας της Αριστεράς. Οι ήττες-μικρές ή μεγάλες-πρέπει να καταβάλουν ή να ενδυναμώνουν τους αγωνιστές; Κι ακόμη: Είναι τελικά 11 ηρωισμός να μη δειλιάζεις και να μη συνθηκολογείς μπροστά στο θάνατο ή απλά αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμός; Νομίζω πως ο Ναπολέων Σουκατζίδης σε αυτό το ερώτημα απάντησε πολύ καθαρά, με το προσωπικό του παράδειγμα. Απέδειξε έτσι πως οι ήρωες, οι χαρισματικοί ηγέτες, τα ιστορικά πρόσωπα δεν είναι βιολογικά κάποια ανώτερα χαρισματικά όντα αλλά άνθρωποι σαν όλους εμάς, που τους κάνει ξεχωριστούς ο τρόπος που αντιδρούν στην κρίσιμη στιγμή”.Τα όπλα κροτάλισαν, οι 200 θυσιάστηκαν πιστοί στα ιδανικά και τον αγώνα τους. Και κατά πως γράφει ο Σπύρος Τζόκας ολοκληρώνοντας το ιστορικό μυθιστόρημα «ο αντίλαλος από το Σκοπευτήριο Καισαριανής παραμένει.

Αν γονατίσεις στη γη, εκεί στο θυσιαστήριο και βάλεις το αυτί σου στο χώμα θα τον ακούσεις. Ακόμα και στη γύρω περιοχή, στο συνοικισμό. Ακούγονται οι φωνές, λυπητερές φωνές, οργισμένες φωνές. Οσο κοντοζυγώνει κάποιος στον τόπο που ακούγονται οι φωνές, τόσο αυτές αλαργεύουν. Φωνές που σε ξυπνούν από τον ύπνο τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Για όνειρα που διαψεύστηκαν, δικαιώματα που κατακτήθηκαν, δικαιωμένες και αδικαίωτες θυσίες που κατατέθηκαν στο βωμό της ελπίδας. Η μνήμη, η ελπίδα, η θυσία, ακόμα και η διάψευση ολοζώντανες παρουσιάζονται μπροστά σου. Και έχουν τη μορφή των διακοσίων».

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ και ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν ήταν ο μοναδικός κρατούμενος του Χαϊδαρίου, που αρνήθηκε να ζήσει και να πάρει άλλος την θέση του στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Το ίδιο έκανε, την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, μπροστά στο Γερμανό διοικητή Φίσερ, ο γενικός αρχηγός των κρατουμένων, Αντώνης Βαρθολομαίος, εργάτης και αθλητής
από την προσφυγική συνοικία του Υμηττού, δυο δρασκελιές απόσταση από την Καισαριανή.

Γράφει ο λογοτέχνης Βασίλης Ρώτας για τον Αντώνη Βαρθολομαίο : «Κάθε φορά που ο νους μου περιδιαβάζοντας τους σκοτωμένους μας σταματάει στον Αντώνη τον Βαρθολομαίο, τον αθλητή με τον ολότελα παιδιάστικο χαρακτήρα, τον μοναχογιό, πάντοτε ζωγραφίζει και μια σκυφτή γερασμένη γυναίκεια μορφή, να πηγαινοέρχεται μέσα στο μικρό μορφοσυγυρισμένο σπίτι, να ετοιμάζει καθαρές φορεσιές, να στρώνει τραπέζι, να βγαίνει ώρες ν’ αγναντεύει στον δρόμο, κι έπειτα να τα ξαναμαζεύει ώσπου στο τέλος απελπισμένη κλειδώνει το σπίτι, πετάει το κλειδι και πάει στον αγύριστο»

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Ναπολέων Σουκατζίδης

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Σπούδασε στη Μέση και Ανώτατη Εμπορική Σχολή, εργάστηκε ως λογιστής και υπήρξε πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου. Ανέπτυξε σημαντική συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αϊ Στράτη. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, των Τρικάλων και της Λάρισας και τελικά κατέληξε στο Χαϊδάρι.

Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και δέος στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος αποδέχθηκε τη μοίρα με ένα χαμόγελο και παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη λέγοντάς του: «Θανάση, μη ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους».

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο γερμανός διοικητής των SS Karl Fischer πρότεινε στον Σουκατζίδη, ως διερμηνέα και στον Βαρθολομαίο, ως γενικό αρχηγό των κρατουμένων να τους χαρίσει τη ζωή, εκτελώντας αντί γι’ αυτούς κάποιους άλλούς κρατούμενους στη θέση τους. Ομως τόσο ο Σουκατζίδης, όσο και ο Βαρθολομαίος αρνήθηκαν κατηγορηματικά.

Προηγούμενο άρθροΈρχεται τον Αύγουστο “λευκή νύχτα” και στην Τρίπολη
Επόμενο άρθρο«Η αγέλαστος πέτρα» του Φ. Κουτσαφτή στο Στάδιο Τεγέας
Αργύρης Καρδαράς
Δημοσιογράφος, Δημοτική Ραδιοφωνία Τρίπολης 91,5